Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αιτίαση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αιτίαση η [etíasi] Ο33 (συνήθ. πληθ.) : (λόγ.) κατηγορία που στρέφεται εναντίον κάποιου: Σοβαρές / ανακριβείς / αστήρικτες αιτιάσεις. H κυβέρνηση απάντησε με επίσημη ανακοίνωση στις αιτιάσεις της αντιπολιτεύσεως.

[λόγ. < αρχ. αἰτία(σις) -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
αιτίαση [etíasi] η,
  • charge, argument against, accusation, grievance (syn αιτία, κατηγορία, παράπονο):
    • απάντησα στις αιτιάσεις τους |
    • ο πρεσβευτής θα δώση την απάντηση σε όλες αυτές τις αιτιάσεις |
    • (η μαστόρισσα της κρεβατομουρμούρας) αρχίζει την ψιλή βροχή των αιτιάσεων και των παραπόνων (Melas) |
    • η κυριώτερη ~ του Kαντ είναι ότι δεν υπάρχει παραγωγή των αριστοτελικών κατηγοριών από ενιαία αρχή (Georgoulis) |
    • (η διακοίνωση) αράδιαζε όλες τις αιτιάσεις που η ... διπλωματία είχε συναρμολογήσει (Terzakis) |
    • καλύτερα να στρέψουν τις αιτιάσεις τους προς τους πρεσβυτέρους μας που αμέλησαν ... την προσεκτική μελέτη και διδασκαλία των πραγμάτων (Dimaras)

[fr K αἰτίασις ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες