Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αισχρολογία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αισχρολογία η [esxrolojía] Ο25 : λέξη ή έκφραση με αισχρή σημασία καθώς και η χρήση τέτοιων λέξεων ή εκφράσεων: Bρόμικες / ανήκουστες αισχρολογίες. Aισχρολογίες που κάνουν τις γυναίκες να κοκκινίζουν.

[λόγ. < αρχ. αἰσχρολογία]

[Λεξικό Γεωργακά]
αισχρολογία [esxroloyía] η,
  • foul language, obscene (smutty) talk, obscenity, filth (syn βρωμιές, βρωμόλογα, βωμολοχία, χυδαιολογία)
  • ⓐ an obscene word, a four-letter word (syn in αισχρολόγημα):
    • αισχρολογίες indelicacies of speech, obscenities |
    • λέω αισχρολογίες talk obscenely, use smutty talk |
    • είναι ματιές χειρότερες από τις πιο βρώμικες αισχρολογίες (Myriv)

[fr K, AG αἰσχρολογία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες