Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αισθάνομαι
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αισθάνομαι [esθánome] Ρ7.2β (χωρίς μππ.) : 1α.αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου: ~ ζέστη, ζεσταίνομαι. ~ κρύο, κρυώνω. ~ δίψα, διψώ. ~ αδυναμία. Aισθάνθηκε ξαφνικά ένα δυνατό πόνο στο στομάχι. || (επέκτ. για συναίσθημα, για ψυχική κατάσταση) νιώθω: ~ χαρά, χαίρομαι. ~ λύπη, λυπάμαι. ~ φόβο, φοβάμαι. ~ αγάπη, αγαπώ. ~ έρωτα, ερωτεύομαι. ~ μίσος, μισώ. ~ ενοχή / ευτυχία. ~ χαρούμενος / λυπημένος / ένοχος / ερωτευμένος / ευτυχισμένος. β. έχω, διατηρώ τις αισθήσεις μου: Δεν αισθάνεται πια· είναι σε κώμα. || (σπάν.) ζω: Δεν πέθανε· αισθάνεται ακόμα. γ. καταλαβαίνω ότι βρίσκομαι σε ορισμένη κατάσταση από φυσική άποψη: ~ (ότι είμαι) νέος / γέρος / υγιής. Ο άρρωστος αισθάνεται καλά / χειρότερα. (έκφρ.) ~ μείον*. || (με άρνηση) νιώθω ένα ορισμένο μέλος του σώματός μου κουρασμένο, μουδιασμένο κτλ.: Δεν ~ τα χέρια / το πόδι / τη μέση μου. 2α. (ιδ. για κτ. που με αφορά) το καταλαβαίνω: Είναι ακόμα παιδί και δεν αισθάνεται. Ο άνθρωπος αισθάνεται το Θεό με την καρδιά, όχι με το νου. || συναισθάνομαι: ~ την αδυναμία / τη δύναμή μου. ~ ότι έχω άδικο. Πρέπει να αισθανόμαστε τη δυστυχία / τα προβλήματα των άλλων. ~ την ανάγκη να… || καταλαβαίνω κτ. και το εκτιμώ: Δεν αισθάνεται την τέχνη / τη μουσική / τη λογοτεχνία. β. έχω την εντύπωση, νομίζω ότι: ~ ότι με κοροϊδεύεις / με αντιπαθείς. ~ (ότι είμαι) ελεύθερος. ~ κπ. φίλο / εχθρό / δικό μου άνθρωπο, τον θεωρώ φίλο, εχθρό κτλ. || προαισθάνομαι, διαισθάνομαι: Aισθάνθηκε τον κίνδυνο και πήρε τα μέτρα του.

[λόγ. < αρχ. αἰσθάνομαι]

[Λεξικό Κριαρά]
αισθάνομαι· αισθάνω· αιστάνομαι· ηστάνομαι· ’σταίνομαι· ’στάνομαι.
  • Α´ Mτβ.
    • 1) Γνωρίζω, είμαι έμπειρος σε κ.:
      • αν αισθάνεσθε τον πλάνον κόσμον τούτον (Aχιλλ. N 1568 (έκδ. αναισθάνεσθε· διόρθ. Ξανθουδίδης)
      • (ενεργ.):
        • (Λίβ. Sc. 1501).
    • 2)
      • α) Nιώθω (συναισθηματικά):
        • αιστάνομαι το πάθος (Σπαν. V 10
      • β) υπομένω, υφίσταμαι:
        • να την λέγω τά έπαθα, … τά ηστάνθην (Λίβ. Sc. 2291).
  • Β´ (Aμτβ.) έχω τις αισθήσεις μου:
    • ουκ αισθάνεσαι, γίνεσαι ως το λιθάριν (Λίβ. Sc. 923).
  • H μτχ. ενεστ. ως επίθ. =
    • 1) Που έχει τις αισθήσεις του, ζωντανός:
      • (Kαλλίμ. 912).
    • 2) Eυαίσθητος, αισθαντικός:
      • (Λίβ. P 1163).

[αρχ. αισθάνομαι. Oι τ. (εκτός του αισθάνω) και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αισθάνομαι [esθánome] (& αιστάνομαι) impf αισθανόμουν(α), prp αισθανόμενος, aor αισθάνθηκα, subj αισθανθώ,
  • also throughout αιστάνομαι
  • ① intr have sensation, possess (or keep) one's senses (syn έχω [or διατηρώ] τις αισθήσεις μου):
    • δεν αισθάνεται πια, είναι σε κώμα |
    • poem να αισθάνεσαι δε φτάνει μήτε να σκέπτεσαι μήτε να κινήσαι (Seferis)
  • ② trans & intr perceive through the senses, sense, feel:
    • ~ καλά (άσχημα) feel well (ill) |
    • ~ άρρωστος feel sick |
    • ~ τον εαυτό μου καλύτερα (χειρότερα) I feel (myself to be) better (worse) off |
    • ~ σαν γερασμένος |
    • ~ ένοχος I have the impression of being, I feel guilty |
    • ~ μοναξιά feel lonesome |
    • ~ κατωτερότητα feel inferiority (i.e. to be inferior, cheap) |
    • ~ το ψύχος I feel the cold weather |
    • ~ την απουσία κάποιου or την έλλειψη κάποιου πράγματος I miss s.o. or sth |
    • με αυτό το στημόνι (i.e. το χρόνο) είμαι υφασμένος σαν αισθανόμενο ... "εγώ" (Papanoutsos) |
    • δεν μπορεί να αισθάνεται σίγουρη για τον εαυτό της (Theotokas) |
    • poem η αθωότη μ' απόμεινε μόνη, |
    • την ~ μέσα στα στήθια (Solom) |
    • σ' αιστάνθηκα μες στη θερμή μου αγκάλη (Karyotakis)
  • ⓐ trans have or experience, undergo:
    • ~ την ανάγκη w. gen or να + subj I find it necessary to, have to |
    • αισθάνονταν την ανάγκη της αλλαγής |
    • αισθάνονται την ανάγκη να πουν ό,τι ξέρουν |
    • ~ την ανάγκη της ζάχαρης I feel the need of sugar, I am adversely affected by the lack of sugar |
    • αιστάνθηκα τη μεγαλύτερη ευτυχία στα πρώτα παιδικά μου χρόνια (Kovvatzis) |
    • αισθανόμουν κάτι να με τραβά προς αυτό (Theotokas) |
    • ο λαός αισθάνθηκε βαθύτατα το πλήγμα (Vacalop) |
    • ~ τη δυστυχία του συνανθρώπου I feel the misfortune of my fellowman |
    • poem και άκρα ~ ασπλαχνιά (Solom) |
    • του θεού τόσο δε βλέπετε τη δύναμη |
    • όσο του ανθρώπου αισθάνεσθε τη χάρη (Palam)
  • ⓑ trans & intr notice, realize (syn αντιλαμβάνομαι, εννοώ, καταλαβαίνω, νοιώθω):
    • δεν αισθάνεται τι τού γίνεται |
    • τον εβρίσανε, αλλ' αυτός δεν αισθάνεται |
    • δεν το αισθανθήκαμε πώς πέρασε η ώρα
  • ③ trans feel, experience (emotion) (ant είμαι απαθής or ασυγκίνητος):
    • ~ αγάπη, χαρά, ευχαρίστηση, λύπη, μίσος φόβο
  • ④ have a feeling for or appreciation of, understand well and appreciate (syn εκτιμώ):
    • ~ τη μουσική be appreciative of music |
    • προσδιορισμένος να τον αισθάνεται τον καλλιτέχνη και να συγκινήται απ' αυτόν (Palam) |
    • ποτέ δεν την αισθάνθηκα τη θρησκεία (id.) |
    • ως αξιόλογο αισθανόμαστε πάντα μόνο εκείνο που είναι καθεαυτό αξιόλογο (Papanoutsos)
  • ⑤ be aware of, be cognizant of, understand (syn έχω επίγνωση):
    • δεν αισθάνεται τη δυστυχία του or την κατάντια του
  • ⑥ have a presentiment, forebode (syn διαισθάνομαι, προαισθάνομαι):
    • ~ τι έχω να τραβήξω I forebode what I have to go through

[fr MG αισθάνομαι ← K ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες