Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αιματία η· οματιά.
-
- Έντερο που χρησιμοποιείται στην κατασκευή αλλαντικών:
- (Φορτουν. B´ 288).
[μτγν. ουσ. αιματία. O τ. και σήμ. ιδιωμ. T. αιματιά στη Σούδα και σήμ. ιδιωμ.]
- Έντερο που χρησιμοποιείται στην κατασκευή αλλαντικών:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιματιά [ematjá] η, (& οματιά) region. (esp
- Peloponnesus, islands) a sort of sausage consisting of entrails etc (in some places also of thickened pork blood) and spices in a casing of thick hog intestine:
- θα κάνουν αιματιές και λουκάνικα
[fr LMG ← K αἱματία]
- Peloponnesus, islands) a sort of sausage consisting of entrails etc (in some places also of thickened pork blood) and spices in a casing of thick hog intestine: