Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αιθερόδρομος, -η, -ο [eθeró∂romos] (& αιθεροδρόμος)
- traversing the ether, speeding through the sky, ether-skimming (syn αιθερόλαμνος; cf K αεροδρόμος):
- poem κι όταν τους κύκλους του ο Yπερίονας | με το αιθερόδρομό του άρμα | πρώτη φορά μες στους ορίζοντες | εχάραζε (Skipis) |
- κι ο ~ βόγγος που επλημμύρα | στα ξάρτια, στα πρυμνήσια, στην αντένα (Sikel)
[fr adj AG αἰθεροδρόμος]
- traversing the ether, speeding through the sky, ether-skimming (syn αιθερόλαμνος; cf K αεροδρόμος):