Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αιθεροδρόμος
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αιθερόδρομος, -η, -ο [eθeró∂romos] (& αιθεροδρόμος)
  • traversing the ether, speeding through the sky, ether-skimming (syn αιθερόλαμνος; cf K αεροδρόμος):
    • poem κι όταν τους κύκλους του ο Yπερίονας | με το αιθερόδρομό του άρμα | πρώτη φορά μες στους ορίζοντες | εχάραζε (Skipis) |
    • κι ο ~ βόγγος που επλημμύρα | στα ξάρτια, στα πρυμνήσια, στην αντένα (Sikel)

[fr adj AG αἰθεροδρόμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες