Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αιθέριος
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
αιθέριος, επίθ.
  • Yψηλός:
    • (Γλυκά, Στ. B´ 29).

[αρχ. επίθ. αιθέριος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αιθέριος 1 -α -ο [eθérios] Ε6 & [eθérjos] Ε4 : 1.(λογοτ.) που βρίσκεται ή που ανήκει στον αιθέρα· ουράνιος: Aιθέριες κατοικίες. Aιθέρια ύψη. 2. (μτφ.) α. που είναι διάφανος ή ανάλαφρος, έτσι ώστε να μοιάζει με τον αιθέρα: Aιθέριο ύφασμα. Aιθέρια μαλλιά. β. που έχει αρμονικά χαρακτηριστικά με συνέπεια να είναι πολύ ευχάριστος: ~ κόσμος. Aιθέρια ύπαρξη / φύση / πλάση / μορφή / ομορφιά / αύρα / μουσική. Aιθέριο σώμα / άρωμα / τραγούδι / δειλινό.

[λόγ. < αρχ. αἰθέριος `ουράνιος΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αιθέριος 2 -α -ο [eθérios] Ε6 : μόνο στον όρο αιθέρια έλαια, αρωματικές φυτικές ουσίες που χαρακτηρίζονται από πτητικότητα.

[λόγ. < αρχ. αἰθέριος `ουράνιος΄ σημδ. γαλλ. éthéré (< éther = αιθέρας 2)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αιθέριος, -α (& poet -ία), -ο [eθérios]
  • SIMA2>of the (upper) air, aerial, ethereal:
    • αιθέρια ύψη heights in the sky, ethereal regions |
    • (οι ηθοποιοί) πετούν στα πιο αιθέρια ύψη (Malakasis) |
    • η πυρκαϊά φτάνει αιθέρια ύψη |
    • αιθέρια σφαίρα, e.g. υψώνεται στις αιθέριες σφαίρες (Theodoridis) |
    • αιθέρια λιβάδια, αιθέρια πλάτη |
    • ~ κόσμος |
    • αιθέρια σιγαλιά |
    • τα χιόνια της κορυφής φαίνονται μια αιθέρια κατοικία που κρέμεται στον αέρα (Palam) |
    • (τα χείλη) χάριζαν στο χνουδωτό προσωπάκι μιαν έκφραση πραγματικώς αιθέρια (Xenop) |
    • ένα σμάρι ζευγάρια σκορδαλιοί πέταξαν ... για να γιορτάσουν τον αιθέριο γάμο τους (KPolitis) |
    • poem κι από τ' άστρα τα σβηστά | μέσα στα αιθέρια βάθη | πάλι ανάβει τη ζωή (Palam) |
    • και κάποτε αιθερία εφηβική μορφή, |...| επάνω από τους λόφους σου περνά (Kavafis) |
    • αετόπουλο, ...|...|... τ' άξαφνο κ' αιθέριο πέταμά σου | μόλις το μάτι επρόφτανε να δη (Malakasis) |
    • οι γενιές που διαβαίνουνε θα 'ρχωνται | σαν σ' αιθέριο ναό και γαλάζιο (Skipis) |
    • κ' οι γλάροι, αιθέριοι ανιχνευτές, τους αρμαλούς ματιάζουν (Mammelis)
  • ① like ether, fine, diaphanous (syn αέρινος 1, λεπτεπίλεπτος, διαφανής, διάφανος):
    • ο ~, ο διάφανος αυτός Kωστάκης (Karyotakis) |
    • δάχτυλα σχεδόν αιθέρια (Karantonis) |
    • αιθέριο φως, αιθέριο δειλινό |
    • οι αιθέριες άγιες γυναίκες του Mποτιτσέλλη (Kanellop) |
    • η αιθέρια Παρθένος ... κρατάει απαλότατα το θείο βρέφος (id.) |
    • ωραίες γυναίκες ... λεπτές, αιθέριες, αγέρινες, ολόφωτες (PGlezos)
  • ⓐ chem volatile (syn εξατμιζόμενος, πτητικός):
    • αιθέριο έλαιο volatile oil, essence (syn πτητικό έλαιο)
  • ② ethereal, heavenly, sublime, exquisite (syn αγγελικός, εξαίσιος, υπέροχος):
    • αιθέρια μορφή |
    • αιθέρια καλλονή exquisite beauty |
    • αιθέριο πλάσμα exquisite creature (of women; syn νεράιδα) |
    • αιθέριο σώμα exquisite figure |
    • αιθέρια σιλουέτα ethereal silhouette |
    • αιθέρια γυναίκα airy-fairy woman |
    • αιθέριο μέλος, ~ σκοπός |
    • αιθέρια γλώσσα |
    • αιθέρια εκφραστικά μέσα |
    • αιθέρια μουσική, e.g. άκουσε αιθέριες μουσικές να υμνούν το θρίαμβό του (Thrylos) |
    • η μουσική με τις αιθέριες μορφές της (Papanoutsos) |
    • αιθέρια ποίηση, αιθέρια ποιήματα, ~ ποιητικός λόγος |
    • αιθέρια ευωδιά, αιθέριο άρωμα or μύρο |
    • αιθέρια ζωγραφιά, αιθέρια χρώματα, τα αιθέρια παιχνίδια των χρωματισμών |
    • αιθέρια ευφροσύνη |
    • αιθέρια τρυφερότητα |
    • αιθέριες ηρωίδες |
    • έργο, άγαλμα αιθέριο |
    • είχε μιαν ομορφιά σαν υπερκόσμια, μια έκφραση αιθέρια (Xenop) |
    • δίνει στ' αντικείμενα ... κάτι το αιθέριο, το θελκτικό και εράσμιο (Papanoutsos) |
    • τα αιθέρια αμερικανικά παγωτά (Karantonis) |
    • poem ... φτερουγίζει | αιθέρια μούσα μ' όλα τ' ουρανού τα κάλλη (Mavilis) |
    • μακαρισμένοι υάκινθοι! κάποια ομορφάδα αιθέρια | σας δίνουν πάντ' απάνω σας του αρχαίου θεού τα χέρια (Palam) |
    • εκράτει ορτή στη Δήλο την αιθέρια φοινικιά (Sikel) |
    • της Λάουράς του ερχότανε συχνά ο Πετράρχης να σκεφτή | την αιθέριαν εικόνα (Skipis)

[fr MG αιθέριος (w. meaning 3) ← AG (also PatrG) αἰθέριος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες