Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αιδήμων -ων -ον [eδímon] Ε (βλ. -ων -ων -ον) : (λόγ.) ντροπαλός, σεμνός· κυρίως στην έκφραση τηρεί κάποιος αιδήμονα σιγήν / σιωπήν, σιωπά από ντροπή ή σεμνότητα.
[λόγ. < αρχ. αἰδήμων]