Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αιδέσιμος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αιδέσιμος, επίθ.
  • Σεβάσμιος:
    • μοναχούς αιδέσιμους παπάδες (Tζάνε, Kρ. πόλ. 58627).

[μτγν. επίθ. αιδέσιμος. O υπερθ. ότατος σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αιδέσιμος [e∂ésimos] m adj (L) eccl
  • reverend (syn αξιοσέβαστος, σεβάσμιος)

[fr MG αιδέσιμος ← K (pap 5th-7th c. AD) & PatrG αἰδέσμιος 'exciting respect, venerable']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες