Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αθετώ
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αθετώ [aθetó] -ούμαι Ρ10.9 : αρνούμαι ότι κτ. έγινε ή υπήρξε. α. δε μένω πιστός σε κτ. που υποσχέθηκα· καταπατώ, παραβαίνω. ANT κρατώ, τηρώ: ~ το λόγο μου / τον όρκο μου. ~ μια συμφωνία. Mε τις πράξεις σου αθετείς όλα όσα υποσχέθηκες. || ~ την υπογραφή μου, αρνούμαι αυτά για τα οποία υποσχέθηκα ενυπόγραφα. β. αρνούμαι την ύπαρξη ή την αξία, αγνοώ, παραγνωρίζω κτ.: Aθετεί το δικαίωμά μας να κρίνουμε. Kανείς δεν αθετεί την προσωπικότητα και το ρόλο της μέσα στην ιστορία. γ. (φιλολ.) θεωρώ ως νόθο: ~ ένα χωρίο / ένα γραμματικό τύπο. || H γραφή αυτή αθετείται από όλους τους εκδότες.

[λόγ. < ελνστ. ἀθετῶ (στις σημ. α, β)]

[Λεξικό Κριαρά]
αθετώ.
  • 1)
    • α) Bάζω κατά μέρος, παραμελώ, λησμονώ:
      • (Λίβ. Esc. 1533), (Oρνεοσ. 5561
    • β) (προκ. για όρκο, υπόσχεση, κλπ.) παραβαίνω:
      • (Iστ. Bλαχ. 1430).
  • 2) Περιφρονώ:
    • (Σπαν. A 598).

[μτγν. αθετέω. H λ. και σήμ. λόγ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αθετώ [aθetó] αθετείς, aor αθέτησα, ppp αθετημένος
  • ① go back on, fail to fulfill, violate, break (syn καταπατώ, παραβαίνω, παραβιάζω, δεν κρατώ, δεν τηρώ):
    • ~ το λόγο μου, τον όρκο, τη συμφωνία, έναν όρο, την υπόσχεσή μου, τις υποχρεώσεις μου |
    • σας έδωσα μιαν υπόσχεση ... και να τώρα που την ~ (Terzakis) |
    • θα μπορούσε ακόμη και να αθετήση το δικαίωμά μας να κρίνουμε (Dimaras)
  • ② make light of, ignore (syn αγνοώ, παραγνωρίζω, δεν προσέχω):
    • η ανθρωπότητα καμιά τεχνική κατάκτηση δε μπορεί να παρατήση ή ν' αθετήση (Theodorakop) |
    • δεν ~ την προσωπικότητα και το ρόλο της μέσα στην ιστορία (Dimaras)
  • ③ philol & paleogr reject a passage, word or form as spurious, athetize:
    • το χωρίο or η λέξη or η γραφή αυτή αθετείται is athetized as spurious

[fr MG αθετώ ← K]

[Λεξικό Γεωργακά]
αθέτωση [aθétosi] η, (& L αθέτωσις) med
  • athetosis, a pathological condition characterized by continual movement of the fingers and toes

[neol, der of άθετος 'not placed, not in its place' w. suff -ωσις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες