Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αζήτητος -η -ο [azítitos] Ε5 : α.που δεν έχει ζητηθεί: Aζήτητα δέματα. Aζήτητες επιστολές. || (ως ουσ.) τα αζήτητα, εγκαταλειμμένα στο ταχυδρομείο, στο σταθμό κτλ., γιατί δεν τα ζήτησε ο παραλήπτης τους. β. που δεν τον ζητούν, που δεν έχει ζήτηση: Aζήτητα προϊόντα. Aζήτητο είδος.
[λόγ. < αρχ. ἀζήτητος `ανεξέταστος΄ κατά τη σημ. της λ. ζητώ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αζήτητος, -η, -ο [azítitos]
- ① unsought, unasked for, unclaimed, not in demand (syn αγύρευτος 1):
- αζήτητα εμπορεύματα unclaimed goods (at customs) |
- αζήτητα γράμματα unclaimed correspondence (at post office general delivery) |
- αζήτητη κληρονομιά unclaimed inheritance |
- αζήτητη από άλλους ... ώριμη κόρη πια, προτιμά την άγαμη ζωή της (Palaiologos) |
- μια αλήθεια που προσφέρεται αζήτητη (Papanoutsos)
- ② not in demand in the market, unsaleable (syn αγύρευτος 3):
- αζήτητα προϊόντα |
- αζήτητο είδος |
- υπάρχει πληθωρισμός του αζήτητου βιβλίου (Dimaras).
- ① unsought, unasked for, unclaimed, not in demand (syn αγύρευτος 1):