Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδιάλυτος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδιάλυτος -η -ο [aδiálitos & aδjálitos] Ε5 : που δεν έχει διαλυθεί ή που δεν μπορεί να διαλυθεί: Tο λάδι παραμένει αδιάλυτο μέσα στο νερό. Aδιάλυτη ουσία. || (επέκτ.): ~ γάμος, που δεν επιτρέπεται να λυθεί. || (μτφ.): Aδιάλυτο σκοτάδι, αδιαπέραστο, πυκνό. αδιάλυτα ΕΠIΡΡ: Tο ερωτικό στοιχείο είναι ενωμένο ~ με το αίσθημα.

[λόγ. < αρχ. ἀδιάλυτος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αδιάλυτος, -η, -ο [a∂iálitos]
  • ① indissolved, indissoluble (syn άλιωτος):
    • αλάτι αδιάλυτο στο νερό salt indissoluble in water |
    • αδιάλυτη ουσία indissoluble substance |
    • αδιάλυτο γάλα εβαπορέ
  • ② indissoluble, undoable, undetachable, close-knit (syn αδιάρρηκτος, αδιάσπαστος, ακατάλυτος, στενά ενωμένος):
    • αδιάλυτη φιλία, ένωση unshakable friendship, union |
    • αδιάλυτη σχέση |
    • αδιάλυτοι δεσμοί |
    • αδιάλυτο μέλος συνόλου |
    • δεμένος από κρυφά κι αδιάλυτα μάγια (ο Παλαμάς υποδεικνύει) πού βρίσκεται η αξία και που το όποιο τους θέλγητρο (sc ποιητών του 19ου αιώνα), πάντα αδιάλυτα με το αίσθημα και τη θερμοκρασία της εποχής τους (Chourmouzios)
  • ③ indestructible (syn ακατάλυτος):
    • η ψυχή σαν απλή ουσία δεν πιάνει τόπο, είναι αδιάλυτη, αθάνατη (Theodoridis)
  • ④ thick, impenetrable (syn αδιαπέραστος):
    • αδιάλυτο σκοτάδι impenetrable darkness, pitch darkness (syn πηχτό σκοτάδι) |
    • poem κι όλα μεμιάς χαθήκανε στ' αδιάλυτο σκοτάδι (Zacharop)

[fr K, AG ἀδιάλυτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες