Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αδεξιότητα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αδεξιότητα η [aδeksiótita] Ο28 : α.η ιδιότητα του αδέξιου. ANT επιδεξιότητα: H σύγκρουση οφείλεται στην ~ και των δύο οδηγών. Δε συγχωρείται η ~ σε ένα διπλωμάτη. Έχει μια ~ στα χέρια. β. ενέργεια ή συμπεριφορά που τη χαρακτηρίζει η αδεξιότητα: Οι παραλείψεις και οι αδεξιότητες των διαπραγματευτών μάς οδήγησαν στη διπλωματική ήττα.

[λόγ. αδέξι(ος) -ότης > -ότητα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αδεξιότητα [a∂eksiótita] η,
  • ① lack of skill, unskilfulness, inefficiency, inexperience (syn ατζαμοσύνη, ant ειδικότητα, μαστοριά):
    • φυσική ~ του αδόκιμου τεχνίτη |
    • ~ στην προσαρμογή |
    • τους σώζει ακόμη και η ~ των Tούρκων σε επιχειρήσεις πολιορκίας κάστρων (Vacalop) |
    • ή να οφείλεται στην απλοϊκήν ~ της άπλερης... λογικής σκέψης (Papanoutsos) |
    • η διαφθορά... δεν είναι καρπός αδεξιότητας ή ολιγωρίας της Δεξιάς (Ploritis)
  • ② awkwardness, clumsiness, gawkiness, bungling, fumbling, ungainliness (syn αδεξιοσύνη, ανεπιτηδειότητα L, ατζαμοσύνη, ant επιδεξιότητα, επιτηδειότητα, ικανότητα, καπατσοσύνη):
    • ~ των κτιστών |
    • ~ του τραγουδιού |
    • του καταλογίζεται ανεπάρκεια και ~ |
    • με μεγάλη ~ χειρίστηκαν οι υπεύθυνοι το θέμα |
    • με μια χαριτωμένη ~ άλειψε φέτες με βούτυρο (Xenop) |
    • είτε από ~ είτε από τη συγκυρία αντίξοων περιστάσεων σ' έβλαψα (Papanoutsos) |
    • το ποίημα αυτό, με την απόλυτη ~ που το χαρακτηρίζει, ανήκει τυπικά στις ιστορικές ριμάδες (Dimaras) |
    • (την υπόθεση) τη ζημιώνει η ~ κ' η αδιαφορία εκείνων που τη χειρίζονται (Christidis)
  • ⓐ clumsy act, awkward point, fumble, bungle (syn αδέξια πράξη or ενέργεια):
    • ερασιτεχνικές αδεξιότητες |
    • γλωσσικές αδεξιότητες |
    • συντακτικές αδεξιότητες |
    • αδεξιότητες αισθητές στη στιχουργία του ποιητή |
    • (ένας παιδιάτικος ενθουσιασμός) έκανε χαριτωμένες στα μάτια του Άλκη και τις μικρές της ακόμα αδεξιότητες (Nirvanas) |
    • και πόσα σφάλματα και αδεξιότητες δεν μου είχε αποκαλύψει η παράσταση! (Melas) |
    • κάνοντας συνειδητά μια διπλωματικήν ~, που ίσως θα του στοίχιζε ακριβά (TAthanasiadis) |
    • τα αρμονικά ευρήματα... φαίνονταν τότε σαν αδεξιότητες (Giatras)
  • ③ uncouthness, inaptness, ungainliness, maladroitness, impolicy, impropriety, sheepishness (syn ανεπιτηδειότητα):
    • διαπράττω αδεξιότητες commit improprieties

[der of αδέξιος; cf αναξιότης, der of ανάξιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες