Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγροδίαιτος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγροδίαιτος -η -ο [aγroδíetos] Ε5 : (λόγ.) που ζει στους αγρούς, στα χωράφια.

[λόγ. < ελνστ. ἀγροδίαιτος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγροδίαιτος1, -η, -ο [aγrο∂íetos] (L)
  • living in the country (syn αγροτικός) .
[Λεξικό Γεωργακά]
αγροδίαιτος2 [aγrο∂íetos] ο,
  • country man, peasant (syn αγρότης, γεωργός, χωρικός):
    • (γήινος σπαραγμός) συνθλίβει... τους ανυποψίαστους αγροδίαιτους του νησιού του (Peranthis)

[fr MG αγροδίαιτος 'living in the country' ca 400 AD]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες