Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγριόμορφος, -η, -ο [aγriómorfos]
- having a savage appearance, wild looking (syn in αγριόθωρος):
- και τα βουνά χάνουνται στη θάλασσα, τα περισσότερα είναι σπανά κι αγριόμορφα, δεν έχουνε θηλυκάδα πρασίνου (MGialourakis)
[fr MG αγριόμορφος, cpd of άγριος & μορφή]
- having a savage appearance, wild looking (syn in αγριόθωρος):