Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγριόμορφος
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αγριόμορφος, -η, -ο [aγriómorfos]
  • having a savage appearance, wild looking (syn in αγριόθωρος):
    • και τα βουνά χάνουνται στη θάλασσα, τα περισσότερα είναι σπανά κι αγριόμορφα, δεν έχουνε θηλυκάδα πρασίνου (MGialourakis)

[fr MG αγριόμορφος, cpd of άγριος & μορφή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες