Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγριόδεντρο [aγrió∂endro] το, bot
- ① wild tree:
- εκεί μέσα οργιάζουν τα αγριόδεντρα (Myriv) |
- τα κατάφερε να βγάλη το κεφάλι στο ξήλιο ανάμεσ' από τις τούφες των αγριόδεντρων (id.) |
- οι θάμνοι οργιάζουν,... ξεπετούν από μέσα τους αγριόδεντρα που μπλέκονται αναμεταξύ τους (Theotokas)
- ② horned poppy, Glaucium flavum (syn αγριοφασουλιά 2) .
- ① wild tree: