Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγκώνας
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγκώνας ο [aŋgónas] Ο2 : η εξωτερική γωνία που σχηματίζεται από την άρθρωση ανάμεσα στο βραχίονα και στον αντιβραχίονα των ανθρώπων: Ο δεξιός / ο αριστερός ~. Aκούμπησε τους αγκώνες του στο τραπέζι. || (επέκτ.) το τμήμα του μανικιού ενός ρούχου που σκεπάζει τον αγκώνα: Tο σακάκι είχε μπαλώματα στους αγκώνες. Tο πουκάμισο ήταν τριμμένο στους αγκώνες.

[μσν. αγκώνας < αρχ. ἀγκών, αιτ. -ῶνα]

[Λεξικό Κριαρά]
αγκώνας ο· αιτιατ. πληθ. αγκώνους.
  • Aγκώνας:
    • (Διγ. Esc. 1707).

[αρχ. ουσ. αγκών. H λ. στο Meursius (όνας) και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγκώνας [aŋgónas] ο, (& region. άγκωνας) pl αγκώνες & region. αγκώνοι οι,
  • ① elbow:
    • ο δεξιός ~ |
    • ακουμπώ στους αγκώνες I lean on my elbows |
    • τον σκουντώ με τον αγκώνα I nudge him |
    • τον έπιασα απ' τον άγκωνα |
    • με τους αγκώνες άνοιγα τόπο I elbowed my way in (Karyotakis) |
    • γυάλισαν (sc το στασίδι) με την τσόχα του αγκώνα τους οι προπαππούδες μου (Myriv) |
    • μ' έσπρωξε με τον άγκωνα για να προσέξω (Chatzinis)
  • ② region. & build angle or corner of a building
  • ⓐ angular projection of a rock or land, point (syn μύτικας)
  • ⓑ build lifting boss:
    • τα εξογκώματα (sc στο εξωτερικό των τοίχων), οι λεγόμενοι αγκώνες, αφίνονταν στα μαρμάρινα καισάρια, για να πιάνωνται τα σκοινιά του παλάγκου στ' ανέβασμά τους (Miliadis)
  • ③ synecd angular bend, turn (of road, river etc)
  • ④ naut bracket (syn μπρατσόλι)
  • ⓒ naut crown:
    • άγκωνας άγκυρας anchor crown

[fr late MG αγκώνας ← K, AG ἀγκών]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες