Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγιασμένος, -η, -ο [ayazménos]
- ① sanctified, sacred, holy, saintly:
- αγιασμένα ξύλα, αγιασμένο λείψανο, ώρα αγιασμένη |
- άρτος ~ consecrated bread |
- λάδι αγιασμένο oil of holy unction |
- αγιασμένο νερό holy water (syn αγιασμός 4, αγίασμα 1) χώμα αγιασμένο |
- αγιασμένα τα χώματά του (της)! (wish about a deceased person) |
- ~ άνθρωπος saint |
- μια αγιασμένη ψυχή saintly soul |
- αλειμμένο με αγιασμένο λάδι της καντήλας το κρανίο του (Kazantz) |
- κάθε μουζίκος... κρεμάει στο... εικονοστάσι την αγιασμένη μορφή του Λένιν και του ανάβει καντήλι (id.) |
- (ο παππούς) στα λιομαζώματα μ' αγάπησε, ο ~ (Myriv) |
- το Παλαμήδι, βράχος ~ και μαρτυρικός (Terzakis) |
- poem στη φούχτα ετούτη τη μικρή τη γη την αγιασμένη (Malakasis) |
- ω πνεύμα αιώνιο κι αγιασμένο
- ② diluted w. water (of milk, wine etc):
- γάλα... από τις γίδες του, πάντα αγιασμένο με λίγο νερό (Drosinis)
[fr MG αγιασμένος 'holy, saintly', ppp of αγιάζω]
- ① sanctified, sacred, holy, saintly: