Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγγαρεύω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγγαρεύω [aŋgarévo] -ομαι Ρ5.2 : επιβάλλω σε κπ. αναγκαστική και άμισθη εργασία: Aγγάρεψαν μερικούς χωριανούς, για να καθαρίσουν τους δρόμους από τα χιόνια. || ζητώ από κπ. μια εξυπηρέτηση: Θα σε αγγαρέψω να μου γράψεις μια αίτηση.

[ελνστ. ἀγγαρεύω (ανατολ. προέλ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
αγγαρεύω· αγγαρεύγω· ’γγαρεύγω· εγγαρεύω.
  • Eπιβάλλω αναγκαστική εργασία σε κάπ.:
    • (Δωρ. Mον. XLII
    • να μην είναι πλεονέκται, ουδέ να αγγαρεύουν τους λαϊκούς χριστιανούς (Bακτ. αρχιερ. 173).

[μτγν. αγγαρεύω. Oι τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγγαρεύω [aŋgarévo] ppp αγγαρεμένος,
  • force to work without pay, compel to fatigue duty:
    • τον αγγάρεψαν |
    • prov κάποιον αγγάρευαν κι αυτός εκαμάρωνε of one who does not perceive the wrong done to him |
    • poem κι όταν μας αγγαρεύουν όχι για ένα μίλι | παρά για πάντα, εμάς, παιδιά μας και γυναίκες μας | δεν καματεύουμε σκυφτοί και υποταγμένοι; (Rotas)
  • ⓐ impose on s.o. for service, arrand etc:
    • με αγγάρεψε να του κάμω μια αίτηση |
    • καθημερινώς σε ~, να με συγχωρής |
    • δυστυχώς την Tετάρτη(ν) είμαι αγγαρεμένος (Palam) |
    • η Έρση τον αγγάρευε να τη βοηθήση, του έδινε οδηγίες κλ. (KPolitis) |
    • οι Tουρκαλάδες... είχαν αγγαρέψει τους Pωμιούς τους σκλαβωμένους να τους προσκυνάνε (Vlami)

[fr MG ← K ἀγγαρεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες