Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγανάκτηση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγανάκτηση η [aγanáktisi] & αγανάχτηση η [aγanáxtisi] Ο33 : θυμός, έντονη δυσανασχέτηση, ιδίως αυτή που προκαλείται όταν θίγονται τα αισθήματα της αξιοπρέπειας, της δικαιοσύνης ή του φιλότιμου: H δολοφονία προκάλεσε την ~ της κοινής γνώμης. Γενική / λαϊκή / δίκαιη ~. Mε πνίγει η ~.

[λόγ. < αρχ. ἀγανάκτη(σις) -ση· μσν. αγανάχτηση < αρχ. ἀγανάκτησις με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγανάκτηση [aγanáktisi] η, (& αγανάχτηση)
  • indignation, resentment, disgust, exasperation, vexation, rage (syn δυσανασχέτηση, δυσφορία):
    • είπε με ~ he said indignantly |
    • γενική ~, ιερή ~, μεγάλη ~, φοβερή ~ |
    • ~ της κοινής γνώμης public indignation |
    • η πράξη του προκάλεσε την ~ όλων |
    • αισθάνεται βαθιά ~ γι' αυτό he is highly indignant at it |
    • τον έπιανε ~ he was becoming indignant |
    • με πνίγει η ~ I am seized by a deep rage |
    • κινώ or προκαλώ την αγανάκτησή του I arouse his indignation |
    • συγκρατεί την αγανάχτησή της |
    • εκφράζω or εκδηλώνω την αγανάκτησή μου γι' αυτό I express or declare my indignation about it |
    • τέτοιο πράγμα μου κάνει μεγάλην αγανάχτηση στην ψυχή μου (Solom) |
    • είδε ο βασιλέας την γενικήν αγανάχτησιν των Eλλήνων (Makryg) |
    • και η ~ ήταν εις την Mεγαλειότη σου (id.) |
    • η θυγατέρα... μού κίνησε την αγανάχτηση (Palam) |
    • μάς προκαλούν τον απελπισμό και την ~ με τη συμπεριφορά τους (Panagiotop) |
    • όταν χάνουν το μέτρο..., συναντούν τη δυσφορία, την αντίδραση και την ~ του κόσμου (Psathas) |
    • μόνον ένας γέρος έδειξε όλη του την αγανάχτηση (TDoxas)

[fr MG αγανάκτηση & -σις ← K, AG ἀγανάκτησις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες