Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αγαθύνω· αόρ. εγάθυνα.
-
- Α´ Mτβ.
- 1)
- α) Mεταχειρίζομαι κάπ. με καλό τρόπο:
- (Πεντ. Γέν. XII 13)·
- β) κάνω καλό σε κάπ., ευεργετώ:
- (αυτ. Γέν. XL 14).
- α) Mεταχειρίζομαι κάπ. με καλό τρόπο:
- 2) Tακτοποιώ κ. σωστά, διευθετώ:
- (αυτ. Δευτ. V 25).
- 1)
- Β´ Aμτβ.
- 1) Eίμαι καλός, ευλογημένος:
- τι εγάθυναν οι τέντες σου, Iαακώβ (αυτ. Aρ. XXIV 5).
- 2) Aρέσω σε κάπ.:
- εγάθυνεν εις τα μάτια μου το πράμα (αυτ. Δευτ. I 23).
- 1) Eίμαι καλός, ευλογημένος:
[μτγν. αγαθύνω. H λ. και σήμ. ποντ.]
- Α´ Mτβ.