Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγα
226 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Γεωργακά]
αγάδαινα [aγá∂ena] η,
  • aga's wife:
    • folks. να το δώση αγάς σταφύλι | κ' η ~ το ρόδι.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγάδικος -η -ο [aγáδikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον αγά: Aγάδικο τσιφλίκι.

[αγαδ- (αγάς) -ικος]

[Λεξικό Γεωργακά]
Αγαδίρ [aγa∂ír] το,
  • Agadir, seaport in SW Morocco (on the Atlantic).
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγάζωτος -η -ο [aγázotos] Ε5 : που δεν τον έχουν γαζώσει, που έμεινε πρόχειρα ραμμένος με τρύπωμα: Πρόσεξε μην αφήσεις καμιά ραφή αγάζωτη.

[α- 1 γαζώ(νω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγάζωτος, -η, -ο [aγázotos]
  • unstitched, unsewn:
    • το πουκάμισο έμεινε αγάζωτο the shirt was left unsewn.
[Λεξικό Γεωργακά]
αγαθά1 [aγaθá] adv
  • ① w. goodness, kindly:
    • ξανασήκωσε τα μάτια του και τους κοίταξε ~, λυπημένα (DChatzis) |
    • δεν έδειξε καμιά δυσαρέσκεια, χαμογέλασε μάλιστα ~ (TAthanasiadis)
  • ⓐ favorably:
    • μα και με όλη την καλή διάθεση δικαστών και ακροατών προς εκείνη, ο λόγος μου δεν της εντυπώθηκεν ~, καθώς θα επιθυμούσα (Palam)
  • ② naively:
    • δεν φερνόταν και τόσο ~ ή γνωστικά (Christidis)

[der of αγαθός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγαθά2 τα, s. αγαθό.
[Λεξικό Γεωργακά]
Αγαθάγγελος [aγaθáŋɟelos] ο,
  • Agathangelos, pseudepigraphal name of the author of a prophetic book circulating during Turkish rule (18th and beginning 19th c.):
    • αυτός είναι φυλλάδα τ' Aγαθαγγέλου he is a liar
  • ⓐ synecd the prophetic book:
    • το λέει ο ~ |
    • μιας τέτοιας ψυχολογίας θελημένος καρπός είναι ο περίφημος ~ (Dimaras).
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγαθεύω [aγaθévo] Ρ5.2α : γίνομαι ανόητος, κουτός· αφαιρούμαι: Aγάθεψε κι αυτός στα γεράματα και δεν καταλαβαίνεις τι θέλει να πει. || μένω εμβρόντητος: Άκουσα το νέο και αγάθεψα.

[αγαθ(ός) -εύω]

[Λεξικό Γεωργακά]
Αγαθή [aγaθí] η, (& Aγάθη)
  • Agatha, Christian given name

[fr AG Aγαθή]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...23   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες