Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αβλαβής
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αβλαβής -ής -ές [avlavís] Ε10 : που δεν κάνει κακό, χωρίς όμως να είναι και ωφέλιμος· άβλαβος: Aβλαβή έντομα. Λένε πως είναι αβλαβές το κάπνισμα με φίλτρο. Όλα τα καλλυντικά δεν είναι αβλαβή. (έκφρ.) σώος και ~, (για πρόσ. ή πργ.) ακέραιος, άθικτος: Επέστρεψε σώος και ~. αβλαβώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἀβλαβής· λόγ. < αρχ. ἀβλαβῶς]

[Λεξικό Γεωργακά]
αβλαβής, -ής, -ές [avlavís] (L)
  • without harm
  • ① undamaged, unhurt, unharmed (syn άβλαβος, ακέραιος, άθικτος):
    • αβλαβές φορτίο sound cargo |
    • σώος και ~ (L) safe and sound, all in one piece |
    • η γραμμή {του οδοντωτού τραίνου του Διακοφτού} μένει ~ και η φύσις κρατεί θαυμάσια ισορροπημένα επάνω της τα ιλιγγιώδη της κτίρια (Papantoniou)
  • ② harmless, innocuous (syn άβλαβος):
    • αβλαβή έντομα |
    • ~ στην κοινωνία harmless to society |
    • κάπνισμα αβλαβές με ειδικό φίλτρο |
    • το ελάττωμα τούτο... είναι αβλαβές (Papanoutsos) |
    • το μόνο αβλαβές πράγμα που μπορώ να ζυγώσω είναι μια μικρή (Psathas)
  • ⓐ inoffensive:
    • αβλαβείς λόγοι

[fr K ← AG ἀβλαβής id.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες