Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αίσιος -α -ο [ésios] Ε6 : που είναι επιτυχής και επομένως ευχάριστος: Aίσια λύση. Aίσιο τέρμα / αποτέλεσμα. Έφερε την υπόθεση σε αίσιο πέρας. ~ οιωνός, καλό σημάδι. (ως λόγια ευχή) Aίσιον κι ευτυχές το νέον έτος.
αίσια & αισίως ΕΠIΡΡ: H αποστολή έληξε ~. Έφτασαν αισίως στον προορισμό τους, επιτέλους. [λόγ. < ελνστ. αἴσιος, αρχ. σημ.: `ευοίωνος΄· λόγ. < ελνστ. αἰσίως]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αίσιος, -α (& L -ία), -ο [ésios]
- auspicious, propitious, lucky, favorable (syn ευνοϊκός, ευοίωνος, ant απαίσιος, δυσοίωνος):
- ~ άνεμος favorable wind |
- ~ οιωνός (L) fortunate omen, auspiciousness (ant κακό σημάδι, απαίσιος οιωνός) |
- υπό αισίους οιωνούς under favorable auspices, auspiciously (syn αίσια) |
- αίσιο και ευτυχές το νέο έτος (wish on cards for the new year) |
- αίσιο γεγονός auspicious event |
- αίσια προοπτική |
- αίσια λύση |
- στο αίσιο τέρμα των σπουδών φτάνουν λίγοι νέοι |
- το αίσιο αποτέλεσμα το έφερε τόσο γρήγορα η αποφασιστικότητα, η πρωτοβουλία (Papanoutsos) |
- η εμψυχωτική αυτή προοπτική της αίσιας μάχης με τη νόσο (Despotop) |
- poem ανήσυχος δεν είναι για των έργων του |
- τον αίσιο τελειωμό (Skipis)
[fr K αίσιος ← AG ασιος, der of αrσα 'lot, destiny']
- auspicious, propitious, lucky, favorable (syn ευνοϊκός, ευοίωνος, ant απαίσιος, δυσοίωνος):