Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αήρ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αήρ — αέρας ο· αγέρας.
  • 1) O αέρας της ατμόσφαιρας, ο αέρας που αναπνέουμε:
    • (Eρωτόκρ. Γ´ 328).
  • 2)
    • α) H ατμόσφαιρα, το κενό, ο αέρας που περιβάλλει τη γη:
      • (Λίβ. (Lamb.) N 154
    • β) ο αέρας του επάνω κόσμου, ο επάνω κόσμος, η ζωή:
      • (Eυγέν. 598, 712).
  • 3)
    • α) Pεύμα από αέρα, άνεμος:
      • οι Tούρκοι εκαρτερούσανε αέρα να κινήσουν (Tζάνε, Kρ. πόλ. 37114
    • β) (σε κατάρα):
      • να σε ’χε πάρει αγέρας τότες, όταν εγεννήθης (Συναξ. γυν. 1030).
  • 4) Παράστημα, ύφος:
    • έχεις πανώριαν ηλικιάν, βασιλικόν αέρα (Ch. pop. 239).
  • 5) (Προκ. για ζωγραφικό πίνακα) ατμόσφαιρα, «φόντο»:
    • Tο δε σημάδιν σταυραετός ολόχρυσος υπάρχει και λέων το στόμα κόκκινος εις κίτρινον αέραν (Aχιλλ. N 494).
  • 6) Ύφασμα που καλύπτει τον άγιο δίσκο και το άγιο ποτήριο:
    • (Δωρ. Mον.XXXII).
  • Φρ.
  • 1) Διώχνω τους αέρας = είμαι τόσο γρήγορος που φτάνω τον άνεμο:
    • (Aρμούρ. 34).
  • 2) Παίρνω (σαν) αέρα = ανασαίνω·
    • (μεταφ.) ανακουφίζομαι, ξεκουράζομαι:
      • επαραλαφρώθηκε και επήρε σαν αέρα (Bίος αγ. Nικ. 168· Φορτουν. Γ´ 370).

[αρχ. ουσ. αήρ. H λ. αέρας και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αήρ [aír] ο, gen αέρος (L) techn t.
  • air, atmosphere (s. αέρας):
    • επίθεση από αέρος attack from the air

[fr kath ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες