Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αέριο
31 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αέριο το [aério] Ο40 : κάθε υλικό σώμα που δεν έχει ούτε ορισμένο σχήμα ούτε ορισμένο όγκο: Φυσικά / χημικά / ευγενή αέρια. Tο οξυγόνο και το υδρογόνο ανήκουν στα αέρια. Kαύσιμα αέρια. Kροτούν* ~. Φωτιστικό ~. || (Πολεμικά / ασφυξιογόνα / δηλητηριώδη / δακρυγόνα) αέρια. || (Εντερικά) αέρια, που σχηματίζονται στα έντερα. || Θάλαμος* αερίων.

[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. αέριος σημδ. γαλλ. gaz]

[Λεξικό Γεωργακά]
αέριο [aério] το, (L)
  • ① chem gas:
    • αργό ~ inert gas |
    • δακρυγόνο ~tear gas |
    • ερεθιστικό ~vomiting gas |
    • ~υψικαμίνου blast gas |
    • αέρια καύσεως (or καύσης), αέρια καύσιμα combustion or combustible gases |
    • dent. ιλαρό ~ laughing gas |
    • πολεμικά αέρια war gases |
    • αίθουσα με αέρια or θάλαμος αερίων gas chamber (syn αεριοθάλαμος) |
    • η φρουρά του, πνιγμένη από τ' αέρια..., αναγκάστηκε να παραδοθή (Terzakis)
  • ⓐ med ~ or εντερικό ~usu in pl αέρια τα, flatus:
    • έχω αέρια suffer from flatulence |
    • παρουσία αερίων (στο στομάχι) flatulence |
    • τροφή που δημιουργεί αέρια food causing flatulence, flatulent food
  • ② αέρια τα, theat drops hung high over the stage as part of the scenery (e.g. overhanging branches) or tο conceal the gridiron

[fr kath αέριον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αεριο- [aerio] & αεριό- [aerió], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & αερι- [aeri], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : το ουσ. αέριο ως α' συνθετικό σε σύνθετα ονόματα· (πρβ. αερο-): ~θάλαμος, ~κινητήρας, αεριόμετρο, ~σωλήνας, ~φωτισμός· ~παραγωγός.

[λόγ. αερι(ο)- θ. του ουσ. αέρι(ον) -ο- ως α' συνθ.: αερι-ωθούμενο & σε μτφρδ.: αερι-ούχος < γαλλ. gazeux]

[Λεξικό Γεωργακά]
αεριογόνο [aerioγóno] το, (L)
  • gas generator, gas producer; gazogene

[substantiv. n of adj]

[Λεξικό Γεωργακά]
αεριοειδής, -ής, -ές [αerioi∂ís] (L)
  • gasiform

[der w. suff -(ο)ειδής]

[Λεξικό Γεωργακά]
αεριοθάλαμος [aerioθálamos] ο,
  • gas chamber (syn θάλαμος αερίων s. αέριο 1a)

[cpd w. θάλαμος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αεριοκινητήρας [aeriocinitíras] ο,
  • gas engine (syn αεριομηχανή)

[cpd w. κινητήρας]

[Λεξικό Γεωργακά]
αεριομετρητής [aeriometritís] ο,
  • gasometer (syn αεριόμετρο) .
[Λεξικό Γεωργακά]
αεριόμετρο [aeriómetro] το,
  • gasometer (syn γκαζόμετρο) ; aerometer

[cpd w. μέτρον]

[Λεξικό Γεωργακά]
αεριομηχανή [aeriomixaní] η,
  • gas engine (syn αεριοκινητήρας)

[cpd w. μηχανή]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες