Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ίσαλος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ίσαλος -ος / -η -ο [ísalos] Ε17 : (ναυτ.) ~ / ίσαλη γραμμή (ενός πλοίου), η γραμμή που χαράζεται στις πλευρές ενός πλοίου, στο ύψος όπου αυτές εφάπτονται με την επιφάνεια της θάλασσας. || (ως ουσ.) τα ίσαλα, η ίσαλος γραμμή ή τα γύρω από αυτήν μέρη· (πρβ. ύφαλα, έξαλα).

[λόγ. ίσ(ος) + αρχ. ἅλ(ς) `θάλασσα΄ -ος, κατά τα αρχ. ὕφαλος, ὕφαλα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες