Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ήμαρτον [ímarton] : επιφωνηματική έκφραση που δηλώνει μεταμέλεια· έσφαλα! συγγνώμη!: Πες ~ για να μη σε τιμωρήσω.
[λόγ. < μσν. ήμαρτον `έπεσα σε αμαρτία΄ < αρχ. ἥμαρτον αόρ. του ρ. ἁμαρτάνω `κάνω λάθος΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- ήμαρτον το· ήμαρτο.
-
- 1) Παρανομία, αδίκημα:
- να δουλέψει με το ήμαρτόν του, ήγουν με το πταίσιμόν του (Ασσίζ. 40229).
- 2) ?Δυσάρεστη κατάσταση:
- ελυπάτον τον …, ουδέν τον άφηκεν ποσώς εις το ήμαρτο να πέσει (Χρον. Τόκκων 2266).
[αόρ. του αμαρτάνω (σε επιφ. χρ., όπως και σήμ.) ως ουσ. Η λ. και ο τ. και σήμ. ποντ.]
- 1) Παρανομία, αδίκημα: