Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ήδη
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ήδη [íδi] επίρρ. : I. συνήθ. σε καταφατικές προτάσεις, τονίζει τη χρονική βαθμίδα της πρότασης στην οποία ανήκει και δηλώνει ότι το νόημά της ισχύει, συμβαίνει οριστικά και αναμφισβήτητα. 1α. αναφέρεται στο άμεσο παρελθόν με τη σημασία του πιο γρήγορα από ό,τι υπολογίζαμε· κιόλας: Έχει ~ τελειώσει τις δουλειές του. Tο έχω ~ διαβάσει. H σεζόν δεν έχει λήξει, οι παραθεριστές όμως έχουν ~ φύγει. || εξαίρει τη διαπίστωση του ομιλητή για την ταχύτητα με την οποία συντελούνται τα γεγονότα: Έχουν περάσει ~ τρία χρόνια, αφότου έφυγε για σπουδές. Είναι ~ δέκατος χρόνος φέτος, έχουν περάσει κιόλας δέκα χρόνια. β. δηλώνει ότι κτ. έχει συμβεί στο παρελθόν και δεν είναι απαραίτητο να ξανασυμβεί: Έλα να σε φιλέψουμε. - Έχω ~ φάει. γ. αναφέρεται στο παρόν σε αντίθεση προς το παρελθόν· τώρα πλέον: Πάψε πια να παιδιαρίζεις· είσαι ~ άντρας, δεν είσαι τώρα πια παιδί. Είναι ~ δικό σου. ~ αρχίζει να πέφτει ο πυρετός. ~ έχω εξαντλήσει τα περιθώρια. 2. με τη σημασία του χωρίς άλλο, χωρίς αμφιβολία· πλέον: Ό,τι πέρασε ανήκει ~ στο παρελθόν. Tώρα θα έχει ~ απολυθεί. 3. μαζί με άλλα χρονικά επιρρήματα αναφέρεται στο χρονικό σημείο που δηλώνουν αυτά: ~ τότε. ~ τώρα. II. με τοπική χρήση για άμεση τοπική διαδοχή: ~ τα σπίτια μετά την πλατεία ανήκουν σε άλλο δήμο, τα σπίτια αμέσως μετά την πλατεία…

[λόγ. < αρχ. ἤδη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες