Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ηγεμονικός, επίθ.
-
- 1) Το ουδ. ως ουσ. = αρχοντικό, περήφανο παράστημα:
- εγήρασα … κι εχάσα το ηγεμονικόν (Γεωργηλ., Θαν. 466).
- 2) Η αιτιατ. ουδ. επιρρ. = όπως ταιριάζει σε ηγεμόνα:
- συμπροσκυνούμενος … ηγεμονικόν (Αξαγ., Κάρολ. Ε´ 102).
[αρχ. επίθ. ηγεμονικός. Η λ. και σήμ.]
- 1) Το ουδ. ως ουσ. = αρχοντικό, περήφανο παράστημα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ηγεμονικός -ή -ό [ijemonikós] Ε1 : που ανήκει, αναφέρεται, ταιριάζει ή θα ταίριαζε σε ηγεμόνα, συνήθ. μτφ., που έχει ένα χαρακτήρα μεγαλόπρεπο, επιβλητικό, πλουσιοπάροχο ή γενναιόδωρο: Hγεμονικοί τρόποι. Hγεμονικό παράστημα. Hγεμονικά δώρα. Hγεμονικό δείπνο. Hγεμονική αμοιβή.
ηγεμονικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἡγεμονικός]