Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έχθρητα η [éxθrita] Ο27α : (λαϊκότρ.) έχθρα.
[μσν. έχθρητα < αρχ. ἔχθρ(α) μεταπλ. -ητα]
[Λεξικό Κριαρά]
- έχθρητα η· όχθρητα.
-
- Έχθρα, μίσος:
- με κρατεί σ’ έχθρητα και σε μάχη (Φορτουν. Δ´ 462· Ιμπ. (Legr.) 456).
[<ουσ. έχθρα αναλογ. προς τα ουσ. σε ‑τητα. Ο τ. στο Du Cange. Η λ. και σήμ. κρητ.]
- Έχθρα, μίσος: