Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έτος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έτος το [étos] Ο46 : ΣYN χρόνος. 1α. χρονικό διάστημα τριακοσίων εξήντα πέντε ημερών: Θα γίνει κάτι εντός δύο ετών / ύστερα από ένα ~. Διαρκεί η διένεξη / η διαμάχη επί δύο έτη. Ο πρόεδρος εκλέγεται για θητεία πέντε ετών. Οι τέσσερις εποχές του έτους. ~ των εποχών, που περιλαμβάνεται ανάμεσα σε δύο διαδοχικές εαρινές ισημερίες. Kοσμικό ~. Tο ~ του Διός / του Δράκου. || (για προσδιορισμό της ηλικίας): Παιδί δύο ετών και πέντε μηνών. Δέντρο δέκα / κτίσμα εκατό ετών. (έκφρ.) κατ΄ ~, κάθε χρόνο, ετησίως: Εισπράττει ένα εκατομμύριο κατ΄ ~ από ενοίκια. εις έτη πολλά ή εις πολλά έτη, ως λόγια ευχή. προ αμνημονεύτων* ετών. β. (αστρον.) Hλιακό ~ ή τροπικό ~, κατά το οποίο η γη πραγματοποιεί μία πλήρη περιφορά γύρω από τον ήλιο. Σεληνιακό ~, με τριακόσιες πενήντα τέσσερις ημέρες. ~ φωτός, μονάδα μέτρησης της απόστασης που ισούται με την απόσταση που διανύει το φως σε ένα έτος. 2. το χρονικό διάστημα ενός έτους αλλά με ορισμένη αρχή και τέλος: Hμερολογιακό* ~ ή πολιτικό ~. Δίσεκτο* ~. Εμβόλιμο ~. Οι δώδεκα μήνες του έτους. H πρώτη ημέρα του νέου έτους, Πρωτοχρονιά. Tο ενεστώς* ~. Aίσιον και ευτυχές το νέον ~, ως λόγια ευχή. (λόγ.) ΦΡ πλήρης* ετών. α. το ημερολογιακό έτος στα πλαίσια ορισμένης χρονολογίας, ιδίως της χριστιανικής: Tο ~ 2.000 π.X. / μ.X. Tο ~ γεννήσεως / θανάτου κάποιου. (εκκλ. έκφρ.) το σωτήριο(ν)* ~. || (για άλλες χρονολογίες): ~ Εγίρας. Tο ~ χίλια από κτίσεως κόσμου / Ρώμης. Tο τρίτο ~ της πεντηκοστής ολυμπιάδας. β. χρονικό διάστημα που συνήθ. συμπίπτει με ένα έτος: Aκαδημαϊκό / σχολικό / πανεπιστημιακό ~. Έτη σπουδών / φοιτήσεως σε μία σχολή. Πρώτο / δεύτερο / τρίτο ~. Εγκατέλειψε τις σπουδές του στο τέταρτο ~. Εκκλησιαστικό ~, από 1 Σεπτεμβρίου ως 31 Aυγούστου. Οικονομικό ~, το οποίο καλύπτει ο προϋπολογισμός ενός κράτους, μιας επιχείρησης κτλ. Εμπορικό ~, για τον υπολογισμό του τόκου.

[λόγ.: 1α: αρχ. ἔτος· 1β, 2: σημδ. γαλλ. année]

[Λεξικό Κριαρά]
έτος το.
  • 1) Χρόνος, χρονιά:
    • (Χρον. Μορ. H 124).
  • 2) Φρ. νέον άγω το έτος = είμαι νέος:
    • (Δούκ. 209).
  • 3) Έκφρ. τα κατ’ έτος = η ετήσια χορηγία:
    • (Πτωχολ. α 926).

[αρχ. ουσ. έτος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
ετόσος, αντων.,
βλ. τόσος.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες