Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εριστικός -ή -ό [eristikós] Ε1 : (για πρόσ.) που αγαπά τις έριδες, τις φιλονικίες: ~ άνθρωπος / τύπος / χαρακτήρας. Είναι από τη φύση του ~· μαλώνει με όλους. || που χαρακτηρίζει τον εριστικό άνθρωπο: Εριστική διάθεση. Εριστικό ύφος.
εριστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἐριστικός]