Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έπομαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έπομαι [épome] Ρ (μόνο στον ενεστ.) μπε. επόμενος* : (λόγ.) ακολουθώ, συμβαίνω ύστερα από κτ. άλλο. (έκφρ.) (και) έπεται συνέχεια*. || (στο γ' πρόσ.) για κτ. που ισχύει ως λογικό συμπέρασμα· συνεπάγεται: Mπορεί να τον μαλώνω· όμως δεν έπεται ότι δεν τον αγαπώ.

[λόγ. < αρχ. ἕπομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες