Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιπλάδικο το [epipláδiko] Ο41 : (προφ.) επιπλοποιείο.
[έπιπλ(ο) -άδικο]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιπλάς ο [epiplás] Ο1 : (προφ.) επιπλοποιός.
[έπιπλ(ο) -άς]
[Λεξικό Κριαρά]
- επίπλαστος, επίθ.
-
- Ψεύτικος:
- Η ᾳδομένη ουν επίπλαστος αφορμή (Δούκ. 2492).
[μτγν. επίθ. επίπλαστος. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- Ψεύτικος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επίπλαστος -η -ο [epíplastos] Ε5 : (λόγ.) (για ανθρώπινη εκδήλωση ή συμπεριφορά) προσποιητός, όχι αληθινός: Επίπλαστη ευγένεια / αταραξία / καλοσύνη. Επίπλαστο χαμόγελο. Επίπλαστη συμπεριφορά.
[λόγ. < ελνστ. ἐπίπλαστος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιπλατινώνω [epiplatinóno] -ομαι Ρ1 : καλύπτω την επιφάνεια ενός αντικειμένου με λεπτό στρώμα πλατίνας.
[λόγ. επι- πλατίν(α) -ώ > -ώνω κατά το επιχρυσώνω]