Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έπαρχος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έπαρχος ο [éparxos] Ο19 : ο πολιτικός προϊστάμενος μιας επαρχίας1.

[λόγ. < ελνστ. ἔπαρχος `διοικητής επαρχίας του ρωμαϊκού κράτους΄ μτφρδ. (ελνστ.) λατ. praefectus (αρχ. σημ.: `διοικητής΄) σημδ. γαλλ. préfet (< λατ. praefectus)]

[Λεξικό Κριαρά]
έπαρχος ο.
  • α) Διοικητής, κυβερνήτης επαρχίας:
    • ο δ’ Ισμαήλ αντεισήχθη κονοστάβλος και έπαρχος εν Χερρονήσῳ (Δούκ. 41932
  • β) αξιωματούχος με διάφορες αρμοδιότητες:
    • Προστάσσω σε τον έπαρχον θαλάσσης συν τους πάντας κυβερνητάς (Αξαγ., Κάρολ. Ε´ 923).

[αρχ. ουσ. έπαρχος. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες