Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έξις
19 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
εξισάζω.
  • Αποκαθιστώ, φέρνω ισορροπία:
    • ο … Θεός, θέλοντας να εξισάσει τα πράγματα (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 31).

[μτγν. εξισάζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξισλαμίζω [eksislamízo] -ομαι Ρ2.1 : προσηλυτίζω κπ. στο μουσουλμανισμό: Εξισλαμισμένοι Έλληνες. ~ μια χώρα / μια περιοχή, προσηλυτίζω στο μουσουλμανισμό τους κατοίκους της: Οι Άραβες πολύ σύντομα κατέκτησαν και εξισλάμισαν ολόκληρη τη βόρεια Aφρική.

[λόγ. εξ- Ισλάμ -ίζω κατά το εξελληνίζω μτφρδ. γαλλ. islamiser]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξισλαμισμός ο [eksislamizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξισλαμίζω: Ο αρχικά ολιγάριθμος τουρκικός πληθυσμός της Bαλκανικής αυξήθηκε με ομαδικούς εξισλαμισμούς. Bίαιος ~.

[λόγ. εξισλαμισ- (εξισλαμίζω) -μός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξισορρόπηση η [eksisorópisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξισορροπώ: ~ του ζυγού. Είναι αναγκαία η ~ ανάμεσα στην οικονομική ανάπτυξη και στην προστασία του περιβάλλοντος.

[λόγ. εξισορροπη- (εξισορροπώ) -σις > -ση]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξισορροπητικός -ή -ό [eksisoropitikós] Ε1 : που δημιουργεί ή προσπαθεί να δημιουργήσει ισορροπία ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα στοιχεία: ~ ρόλος.

[λόγ. εξισορροπη- (εξισορροπώ) -τικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξισορροπώ [eksisoropó] -ούμαι Ρ10.9 : δημιουργώ ισορροπία ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα στοιχεία. α. (για αντίρροπες δυνάμεις) δημιουργώ ισορροπία1: Εξισορροπούμε το ζυγό βάζοντας τα ανάλογα σταθμά. β. (για καταστάσεις ή παράγοντες αντίθετους μεταξύ τους) δημιουργώ ισορροπία2: Όταν σε μια χώρα οι θάνατοι δεν εξισορροπούνται από τις γεννήσεις, ο πληθυσμός της μειώνεται.

[λόγ. εξ- ισορροπώ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξίσου [eksísu] επίρρ. ποσ. : με τη σημασία: 1. σε ίσο, ίδιο βαθμό, με τους άλλους: Είσαι ~ υπεύθυνος. Φταις κι εσύ ~ (με τους άλλους). Kαι οι τρεις ήταν ~όμορφες, το ίδιο όμορφες. Bρήκα ένα άλλο ύφασμα ~ γερό αλλά πολύ πιο φτηνό. 2. σε ίση ποσότητα, σε ίδιο ποσοστό: Tο μοίρασε ~, σε ίσα μερίδια. Mοιράστηκαν ~ τα κέρδη.

[λόγ. < αρχ. φρ. ἐξ ἴσου]

[Λεξικό Κριαρά]
εξίσου, επίρρ.
  • Σε ίση ποσότητα:
    • (Ιερακοσ. 3956).

[<συνεκφ. εξ ίσου (αρχ.). Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξίσταμαι [eksístame] Ρ : (λόγ.) μόνο στην έκφραση απορώ* και ~.

[λόγ. < ελνστ. ἐξίσταμαι, αρχ. σημ.: `απομακύνομαι΄, μσν. εκκλ. φρ. απορώ και εξίσταμαι]

[Λεξικό Κριαρά]
εξίσταμαι.
  • Α´ (Μτβ.) μένω έκθαμβος, θαυμάζω:
    • την αυτού εξίσταντο πάντες ανδρείαν πάνυ (Διγ. Z 1342).
  • Β´ Αμτβ.
    • 1) Μένω έκπληκτος, απορώ, σαστίζω:
      • εξέστησαν θαυμάζοντες τους λόγους του Ακρίτου (Διγ. Z 1653).
    • 2) Ταράζομαι, τρομάζω:
      • εξίσταμαι ν’ αφηγηθώ κατά την Κακοτροίαν (Βυζ. Ιλιάδ. 885).
  • Το θηλ. της μτχ. παρκ. ως επίθ. = έξαλλη, αλλόφρων:
    • (Ερμον. Ψ 283).

[αρχ. εξίσταμαι· βλ. και ξεσταίνω]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες