Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ένστικτο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ένστικτο το [énstikto] Ο40 : α.(ψυχ.) η έμφυτη τάση ή ορμή προς ορισμένες συμπεριφορές, η οποία εκδηλώνεται κάτω από ορισμένες συνθήκες, είναι ανεξάρτητη από τη μάθηση, παραμένει αναλλοίωτη και χαρακτηρίζει ένα βιολογικό είδος· (πρβ. ορμέμφυτο): Tα ένστικτα οδηγούν σε πράξεις που εξυπηρετούν τη συντήρηση και την αναπαραγωγή του είδους. Tο ~ της αυτοσυντήρησης. Γενετήσιο ~. Aμυντικά / θηρευτικά / γονικά ένστικτα. Ο άνθρωπος, συγκριτικά με τα άλλα ζώα, έχει τα λιγότερα και ατελέστερα σχηματισμένα ένστικτα. Πρωτόγονα / βάρβαρα ένστικτα. β. (σε σχέση με τον άνθρωπο) γενικά κάθε τάση για συμπεριφορά που ο χαρακτήρας της την κάνει να φαίνεται σαν αποτέλεσμα μιας συνείδησης που δεν ελέγχεται από την ανώτερη νόηση και βούληση του ανθρώπου: Πρωτόγονα / βάρβαρα ένστικτα. || έμφυτη τάση ή ικανότητα του ανθρώπου να ενεργεί ή να αντιδρά αυθόρμητα, χωρίς την ιδιαίτερη σημαντική συμμετοχή της νόησης ή της βούλησης: Ο λαός, με το αλάθητο ένστικτό του, διείδε τον κίνδυνο που δεν μπορούσαν ή δεν ήθελαν να δουν οι ηγέτες του. || (έκφρ.) από ~ ή εξ ενστίκτου, από εσωτερική φυσική παρόρμηση, χωρίς την παρέμβαση της νόησης και της βούλησης· ενστικτωδώς.

[λόγ. σαν ουσιαστικοπ. ουδ. επιθ. ένστικτον < γαλλ. instinct (στη νέα σημ.) < λατ. instinctus `παρακινημένος, διεγερμένος΄ ετυμολογικά συγγ. του αρχ. στίζω (δες και ενστιγματικός)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ένστικτος -η -ο [énstiktos] Ε5 : ενστιγματικός. || (ως ουσ.) το ένστικτο*.

[λόγ. εν- στικ- (στίζω) -τος κατά το λατ. instinctus (δες ένστικτο, ενστιγματικός) μτφρδ. γαλλ. instinctif (στη νέα σημ.) < λατ. instinctus συγγ. του instictus]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες