Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ένι
17 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενιαίος -α -ο [eniéos] Ε4 : που αποτελεί ένα όλο, μία ενότητα, που υπάρχει, είναι οργανωμένος, παρουσιάζεται, λειτουργεί, δρα κτλ. ως ένα: Ενιαίο μέτωπο. Ενιαίες συμμαχικές δυνάμεις. Ενιαία αλφαβήτιση ονομάτων και τοπωνυμίων. Οι ηγέτες όλων των δημοκρατικών οργανώσεων συμφώνησαν στη συγκρότηση ενός ενιαίου κόμματος. ενιαία & (λόγ.) ενιαίως ΕΠIΡΡ κατά τρόπο ενιαίο.

[λόγ. < ελνστ. ἑνιαῖος, ἑνιαίως]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενιαύσιος -α -ο [eniáfsios] Ε6 : (λόγ.) ετήσιος.

[λόγ. < αρχ. ἐνιαύσιος]

[Λεξικό Κριαρά]
ενιαυτός, αντων.,
βλ. εαυτός.
[Λεξικό Κριαρά]
ενικός, επίθ.
  • Το ουδ. στον πληθ. ως ουσ. = λέξεις σε ενικό αριθμό:
    • λέγουν τα ενικά πληθυντικά (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 43v).

[μτγν. επίθ. ενικός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενικός -ή -ό [enikós] Ε1 : (και γραμμ.) 1α. Ενικός αριθμός, οι τύποι στους οποίους εκφέρεται μια κλιτή λέξη (πτώσεις ονόματος ή πρόσωπα ρήματος), όταν το σημαινόμενό της είναι ή λαμβάνεται ως ένα (ένα πράγμα, ένα πρόσωπο ή ένα σύνολο, ένα πλήθος). ANT πληθυντικός αριθμός· (πρβ. δυϊκός αριθμός): Ορισμένα ονόματα συνηθίζονται μόνο ή προπάντων στον ενικό αριθμό, όπως π.χ. οι λέξεις: χριστιανισμός, κύρος, ηχώ, Mακεδονία. β. (ως ουσ.) ο ενικός, ο ενικός αριθμός. || για τον τρόπο με τον οποίο απευθυνόμαστε σε κπ., όταν χρησιμοποιούμε ενικό αριθμό: Mίλα μου στον ενικό. || ~ του είδους, που μπαίνει στη θέση του πληθυντικού και σημαίνει ολόκληρο το είδος, π.χ.: «Ο Έλληνας αγαπά τον τόπο του» αντί «Όλοι οι Έλληνες αγαπούν τον τόπο τους». 2α. (παρωχ.) που αναφέρεται στον ενικό αριθμό: H ενική ονομαστική πτώση. β. (ως ουσ.): Tο τρίτο ενικό ενός ρήματος.

[λόγ. < ελνστ. ἑνικός]

[Λεξικό Κριαρά]
ενικώς, επίρρ.
  • (Με προέλευση) από ένα:
    • το Πνεύμα Άγιον ουκ εκ του Πατρός και εκ του Υιού εκπορεύεσθαι … αλλ’ εξ αυτής της υποστάσεως του Πατρός ενικώς (Ψευδο-Σφρ. 58235).

[μτγν. επίρρ. ενικώς]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ένιοι -ες -α [énii] αντων. αόρ. (βλ. Ε6) : (λόγ.) μερικοί.

[λόγ. < αρχ. ἔνιοι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενίοτε [eníote] επίρρ. χρον. : (λόγ., συνήθ. ειρ.) μερικές φορές, καμιά φορά, πότε πότε.

[λόγ. < αρχ. ἐνίοτε]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενισμός ο [enizmós] Ο17 : (φιλοσ.) μονισμός.

[λόγ. < αρχ. ἕν `ένα΄ (δες εις μία εν) στη φιλοσ. σημ.: `ενότητα΄ -ισμός μτφρδ. γαλλ. monisme (-isme = -ισμός)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ενίσταμαι [enístame] Ρ : (λόγ., επίσ.) προβάλλω, διατυπώνω αντίρρηση σε αξίωση, ισχυρισμό, απόφαση, ενέργεια κτλ., γραπτά ή προφορικά· (πρβ. αντιτίθεμαι). || (ειδ. νομ.) υποβάλλω, κάνω ένσταση: ~ κατά της απόφασης του δικαστηρίου.

[λόγ. < ελνστ. μέσο ρ. ἐνίσταμαι `ασκώ βέτο΄ για τους Ρωμαίους δημάρχους (αρχ. ἐνίστημι `τοποθετώ μέσα΄)]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες