Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έναρθρος 1 -η -ο [énarθros] Ε5 : που παράγεται με την εκφώνηση φθόγγων και το συνδυασμό τους σε λέξεις. ANT άναρθρος 1. || ~ λόγος, ο λόγος, η ομιλία του ανθρώπου, συνήθ. σε αντιδιαστολή προς το ενδιάθετος λόγος.
[λόγ. < ελνστ. ἔναρθρος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έναρθρος 2 -η -ο : (γραμμ.) για λέξη που κατά την εκφορά της στο λόγο συνοδεύεται από (οριστικό) άρθρο· σύναρθρος. ANT άναρθρος 2: Έναρθρο απαρέμφατο. ~ προσδιορισμός. Έναρθρες μετοχές.
έναρθρα ΕΠIΡΡ. [λόγ. εν- άρθρ(ον) -ος κατά το αντ. άναρθρος 2]