Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έμμορφος -η -ο [émorfos] Ε5 : (λόγ.) για υλικό που έχει συγκεκριμένη μορφή, κανονικό σχήμα. ANT άμορφος: Έμμορφα ορυκτά, κρυσταλλικά. Έμμορφα συστατικά του αίματος.
[λόγ. < ελνστ. ἔμμορφος]