Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έμμορφος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έμμορφος -η -ο [émorfos] Ε5 : (λόγ.) για υλικό που έχει συγκεκριμένη μορφή, κανονικό σχήμα. ANT άμορφος: Έμμορφα ορυκτά, κρυσταλλικά. Έμμορφα συστατικά του αίματος.

[λόγ. < ελνστ. ἔμμορφος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες