Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έμβασις
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
έμβασις η· έμπασις.
  • 1) Ερχομός· παρουσία:
    • η έμπασις της καλλιοτέρας ελπίδος (Χριστ. διδασκ. 92).
  • 2) (Προκ. για σιτάρι) συγκομιδή:
    • ήτον εις την έμπασιν απάνω του ψωμίου (Χρον. Τόκκων 3231).
  • 3) Λεκάνη λουτρού, λουτήρας:
    • εν τῃ θέρμῃ κρατείτω (ενν. τον ιέρακα) εις την έμβασιν (Ιερακοσ. 47010).

[αρχ. ουσ. έμβασις. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. (η)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες