Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έκτοπος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έκτοπος -η / -ος -ο [éktopos] Ε17 : (ιατρ.) για όργανο, ιστό κτλ. που δε βρίσκεται ή δεν αναπτύσσεται στη φυσιολογική του θέση: ~ θυρεοειδής / αδένας. || Έκτοπη κύηση, εξωμήτρια.

[λόγ. < νλατ. ectop(ia) -ος < αρχ. ἔκτοπος `που βρίσκεται μακριά, ξένος΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες