Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- έκθαμβος, επίθ.
-
- Έκπληκτος:
- (Βίος Αλ. 5253).
[μτγν. επίθ. έκθαμβος. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- Έκπληκτος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- έκθαμβος -η -ο [ékθamvos] Ε5 : (για πρόσ.) που έχει καταληφθεί από ένα έντονο συναίσθημα έκπληξης και θαυμασμού για κτ. το εξαιρετικά ωραίο· κατάπληκτος, έκπληκτος, εκστατικός, ενεός: Για ώρα πολλή στέκονταν έκθαμβοι μπροστά στη θεϊκή ομορφιά της. Tο κάλλος της μας άφησε έκθαμβους. || (λογοτ.): Έκθαμβο βλέμμα.
[λόγ. < ελνστ. ἔκθαμβος]