Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άχος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αχός ο [axós] Ο17 : (λογοτ., λαϊκότρ.) συγκεχυμένος, ακαθόριστος ή υπόκωφος ήχος: Ο ~ της τρικυμισμένης θάλασσας / της θύελλας / της μάχης.

[αρχ. ρ. ἠχῶ > μσν. αχώ (τροπή [i > a] από συμπροφ. με τα ρηματ. μόρια θα, να και ανασυλλ. [na-ix > nax > n-ax] ), αχ(ώ) > -ός (αναδρ. σχημ.)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αχός [axós] ο, (also ηχός & region. νηχός)
  • ① sound, tone (syn ήχος):
    • ~ γλυκός, σπαραχτικός, ψυχρός |
    • ~ φλογέρας |
    • ~ από κουδούνι |
    • ο πλάτανος άκουσε με φρίκη τον κρύο αχό της λεπίδας (Paroritis) |
    • η καμπάνα έβγαλε έναν καθαρό αχό κι ύστερα δεύτερο και τρίτο (Prevelakis) |
    • οι αρβύλες του κάνουν ξερό αχό στο καλντερίμι (DOikonomidis) |
    • οι κραξιές τους ήταν ο μόνος ~ στην απέραντη σιωπή (Dafnis) |
    • poem .. στ' αφτιά τους έφτασε ξάφνου ο ~ της βαθουλής κιθάρας του κλ (Homer Od 17.262 Kaz-Kakr) |
    • .. λες και γροικάς τραγούδια, | βελάσματα βραχνά και ηχούς από τρουκάνια (Krystallis)
  • ② confused or blurred sound, hubbub, roar (syn in αχολογή):
    • ο ~ της αγοράς, του δρόμου, του κόσμου, του κύματος, της μάχης |
    • η θάλασσα άρχισε να σιγοτρέμει, .. κάπου με αφρούς πλατείς, κάπου με ηχούς παράξενους (Karkavitsas) |
    • φώναξε μέσα στον αχό πως ο σκοτωμένος ήτανε κρυφός χριστιανός (Prevelakis) |
    • το καράβι τρέμιζε· ένας ~ περνούσε στο σιδερένιο φλούδι του (Foteinos) |
    • με τον αχό μαζί της μηχανικής εποχής αρχίζει να συνακούει πια κανείς και κάποιους δροσερούς φθόγγους (Theodorakop) |
    • poem κι ο ~ του χόχλακου του αιμάτου | αντιβογγάει κυλώντας κάτου (Theros)
  • ⓐ loud noise, din, roar (syn αχή, βρόντος, θόρυβος):
    • ~ του ποταμού, του τρένου |
    • το νερό βροντοκυλούσε κει κάτω χαμηλά κι ο ~ του πλεκόταν με το τσιρομαχητό απ' τα πουλιά (Prevelakis; cf τσιρομαχώ in Lesbos & Crete) |
    • ακούστηκαν πολύ κοντά ποδοβολητά, φωνές, ~ μεγάλος (Petsalis) |
    • folks. τι 'ν' ο ~ που γίνεται και ταραχή μεγάλη; | μήνα βουβάλια σφάζονται, μήνα θεριά μαλώνουν; (Fauriel) |
    • ~ βαρύς ακούεται, πολλά τουφέκια πέφτουν (DPetrop) |
    • κι ένα κουρμίν αγγελικό κάθεται και υφαίνει | .. | κι ο βρόντος κι ο ηχός πολύς απ' τα ψηλά τραγούδια (Theros) |
    • poem .. απάνω του απολνούσαν | ριξιές φαρμακωμένες ο Έχτορας κι οι Tρώες με αχό μεγάλο (Homer Il 15.590 Kaz-Kakr)
  • ⓑ clatter, rattle, clang, clank:
    • poem .. κουδουνίσαν πάλε οι νιόνυμφοι στα μπράτσα της χαλκάδες· | κι ο θεοφονιάς τα μάτια του σφαλνάει κι ο ~ κυλάει στο αφτί του (Kazantz Od 21.706) |
    • .. σε λιγάκι ο ~ ο γνώριμος | της αλυσίδας στο πηγάδι (Skipis)
  • ⓒ chirp:
    • ο ~ του γρύλου κατηφορίζει μαζί του· του πήρε τ' αφτιά (Petsalis) |
    • poem .. σμίγει ο ~ του τζιτζικιού με της νεροχελώνας (Melachrinos)
  • ⓓ murmur, rustle (syn θρόισμα):
    • δεν ακούμε παρά τον αχό του ερημικού αέρα ανάμεσα από τα πυκνά φυλλώματα των πεύκων (Ouranis) |
    • στο θεόρατο μονοδέντρι .. φουρφουρίσανε μ' έναν αχό τα φύλλα (Prevelakis)
  • ③ muffled or blurred sound heard as if coming fr a distance (syn βοή, βούισμα):
    • ~ απόκοσμος, κούφιος, σβησμένος |
    • το όστρακο κρατεί μέσα στο ελικωτό κούφωμά του τον αχό του ωκεανού (Ouranis) |
    • άρχισε να τη λέει την ιστορία μ' εκείνη τη φωνή της, χαμηλή, σερνάμενη και μακρινή σαν ~ (KMitropoulou) |
    • απόμακρα τα κοπάδια σέρναν στις βουνοπλαγιές τον αχό της νύχτας (Sardelis) |
    • ζητάω να τα ξεχάσω όλα εδώ, να μη μου έρχεται κανένας ~ από τα περασμένα (Proussis) |
    • poem .. αν αγροικιέται ~, το καρδιοχτύπι | και οι φλογισμένοι στεναγμοί της θα 'ναι (Markoras) |
    • υπόκωφος από μακριά η φωνή μας φτάνει ~ (Karyotakis)
  • ⓔ reverberating sound, resound, ring (syn αντίλαλος 2, απόηχο 1):
    • με του τραγουδιού ακόμα τον αχό στ' αφτιά τους, οι χωριάτες μιλούσανε ψυχρά (Vlachogiannis) |
    • άκουσε τη φωνή του και τον ουρανό να του γυρίζει τον αχό της προσευχής του (Bastias) |
    • ακόμα αντηχούνε οι ρεματιές .. και βογγούν οι λόγγοι με τον αχό, που αντιλάλησε στα μεγάλα χρόνια (Sfyroeras) |
    • poem στο έρμο πλακόστρωτο ακλουθά με, ως ήσκιος της ψυχής μου, | ο ~ του διάβα μου (Melachrinos)
  • ④ voice (syn φωνή):
    • poem θωράει την κόρη κι αναστέναξε, γιόμωσε αχό ο λαιμός του (Kazantz Od 24.541)
  • ⑤ air, melody, tune (syn μελωδία, σκοπός):
    • τραγούδι αντρίκιο και βαρύ, με τον ηχό του μονοκόμματο, που οι κορασιές τον κάνουνε γοργό και πρόσχαρο (Vlachogiannis) |
    • folks. κι απ' τον ηχό του τραγουδιού κι απ' τον ηχό της κόρης | ο ήλιος σκανταλίστηκε κλ (DPetrop) |
    • poem .. την ακριβή του | τη γκάιδα με τα χείλη του θωπεύει | κι ένας ~ ξεχύνεται παντού (Skipis) |
    • σέρνει ασκημένα δάχτυλα 'πα στα χρυσά τα τέλια κι ήμερο βγάζει τον αχό και το γλυκό τραγούδι (Avgeris) |
    • κι εκεί που ο αυλός μου ξέγνοιαστα θ' απλώνει το νηχό του | 'δόξα εν υψίστοις ..' ν' ακουστεί πάν' από τα λιβάδια (Sinop)

[fr MG ηχός ← MG, PatrG ← K (also pap), AG qχος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες