Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άφρα
29 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφραγκία η [afrangía] Ο25 : (οικ.) η παντελής έλλειψη χρημάτων· απενταρία, αδεκαρία, αναπαραδιά: Έχω κάτι αφραγκίες!

[άφραγκ(ος) -ία]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφραγκία [afraŋɟía] η,
  • lack of money, pennilessness (syn αδεκαρία, αναπαραδιά, απενταρία, αψιλία):
    • έχω ~

[der of άφραγκος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άφραγκος -η -ο [áfraŋgos] Ε5 : (οικ.) που δεν έχει καθόλου χρήματα· απένταρος, αδέκαρος: Έμεινε ~ και ζητάει δανεικά.

[α- 1 φράγκ(ο) -ος]

[Λεξικό Γεωργακά]
άφραγκος, -η, -ο [áfraŋgos]
  • penniless (syn αδέκαρος, απένταρος2, άψιλος):
    • στ' αρχαία τα χρόνια οι ψαράδες έτσι ήντουσαν, καληώρα σαν και του λόγου μας, άφραγκοι (Zappas) |
    • rembetiko song .. γυρίζω σαν αλήτης | ~ κι ερημοσπίτης (IPetrop)

[cpd w. φράγκο]

[Λεξικό Κριαρά]
άφραγος, επίθ.
  • Που δεν είναι φραγμένος, ξέφραγος·
    • (εδώ) ανοχύρωτος:
      • (Πεντ. Aρ. XIII 19).

[<στερ. α‑ + φράζω. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
άφραγος s. άφραχτος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άφραγος -η -ο [áfraγos] Ε5 : (λαϊκότρ.) άφραχτος. ΠAΡ Άφραγο αμπέλι ο καθένας το τρυγά, σε ένα σύνολο, σε ένα χώρο που δεν προστατεύεται, ο καθένας μπορεί να κάνει ό,τι θέλει.

[α- 1 φραγ(ή) -ος]

[Λεξικό Κριαρά]
αφράζομαι,
βλ. αφουκράζομαι.
[Λεξικό Κριαρά]
άφρακτος, επίθ.
  • Που δεν είναι φραγμένος, ξέφραγος:
    • (Xίκα, Mονωδ. 31).

[αρχ. επίθ. άφρακτος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
άφρακτος s. άφραχτος.
< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες