Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άφορος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άφορος -η -ο [áforos] Ε5 : που δεν είναι γόνιμος, που δεν μπορεί να παράγει άφθονους καρπούς· άγονος. ANT εύφορος: ~ τόπος. Άφορη γη / έκταση. Άφορο έδαφος / χωράφι. Πριν από την εξέγερση μικρό μόνο τμή μα της γης, το πιο άφορο, ανήκε στους χωρικούς.

[λόγ. < αρχ. ἄφορος]

[Λεξικό Γεωργακά]
άφορος, -η, -ο [áforos] (L)
  • unfruitful, unproductive, barren, infertile (syn άγονος 1, άκαρπος 1, ant εύφορος):
    • ~ τόκος |
    • άφορο χωράφι

[fr kath άφορος ← MG (CGL) ← K (also pap), AG, cpd w. φόρος (: φέρω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες