Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άφοβος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
άφοβος, επίθ.
  • 1)
    • α) Που δε φοβάται:
      • στεκότουν άφοβος στον πόνον του κακού της (Σουμμ., Παστ. φίδ. E´ [1313]
    • β) που δε διστάζει:
      • έμβα και εσύ εις την θάλασσαν και έλα …, άφοβος, ανεγνοίαστος (Λίβ. Esc. 3013).
  • 2) Που δεν εγκλείει φόβο:
    • ο τόπος ήτον άφοβος, οι άνθρωποι αποθαρρούσαν (Xρον. Mορ. H 9100).
  • Tο ουδ. ως ουσ. = αφοβία:
    • φρίττουν και τρέμουν παντελώς το άφοβον, την τόλμη (Παρασπ., Bάρν. C 205).

[αρχ. επίθ. άφοβος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άφοβος -η -ο [áfovos] Ε5 : που δεν αισθάνεται φόβο, που δε φοβάται· τολμηρός, θαρραλέος, ατρόμητος. ANT φοβητσιάρης. άφοβα ΕΠIΡΡ χωρίς φόβο: Mίλα μουτίποτα δε θα πάθεις.

[αρχ. ἄφοβος]

[Λεξικό Γεωργακά]
άφοβος, -η, -ο [áfovos] s. αφόβιστος
:
  • ~ ήρωας, ιππότης, λαός, μαχητής, συγγραφέας |
  • άφοβη αλήθεια, κριτική, σκέψη, ψυχή |
  • άφοβο χαμόγελο |
  • άφοβα μάτια |
  • τραβάει ~ μπροστά |
  • πώς θα τολμήσει να τρέξει άφοβη στα χωράφια και τα δάση, που κατοικούν τόσα και τόσα επίβουλα στοιχειά; (Karkavitsas) |
  • ο καρχαρίας, ο σκύλος, θεριό από τα πιο αιμοβόρα κι άφοβα (Bastias) |
  • ένας δούλος ~ και εξοικειωμένος με τα θανατηφόρα ερπετά κρατούσε το φίδι (Roussos) |
  • δημόσια και άφοβη διακήρυξη της αδικίας και της κοινωνικής ανισότητος (Stasinop)

[fr postmed, MG άφοβος ← K (also pap), AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες