Παράλληλη αναζήτηση
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άφιλος1 [áfilos] ο, (L)
- friendless person (near-syn μαγκούφης1):
- απομένει και τώρα απρόσιτος κι ακατάδεχτος· ένας ~ (Panagiotop)
[substantiv. m of άφιλος2]
- friendless person (near-syn μαγκούφης1):
[Λεξικό Γεωργακά]
- άφιλος2, -η, -ο [áfilos] (L)
- ① having no friends, friendless (near-syn μαγκούφης2):
- υπήρξε .. ο πιο ~, ο πιο ασυντρόφευτος άνθρωπος της εποχής του (Panagiotop) |
- χωριστήκαμε από τον κόσμο· τόσα χρόνια μόνοι, άφιλοι, δίχως ζεστασιά (Tsirkas) |
- poem είμαι πια μόνος και ~ στον κόσμο· | με θες κι εμέ φίλο σου, δεντρί; (Dafni)
- ② offering or showing no friendship, unfriendly, hostile (syn εχθρικός, ant φιλικός):
- άφιλη ατμόσφαιρα, φωνή |
- άφιλες διαθέσεις, σχέσεις |
- άφιλα αισθήματα |
- είναι ~ απέναντι του ποδοσφαίρου |
- κάτω η γη του νησιού, άδεντρη, άφιλη, διψασμένη (Venezis) |
- ο κράτος δεν είναι μια δύναμη εξωτερική, πομπώδης και άφιλη, .. είναι φίλος και συνεργάτης μας (Theotokas) |
- κράτησαν στάση άφιλη απέναντί του (Palaiologos)
[fr kath άφιλος ← K (Philodemus, 1st c. BC) ← AG, cpd w. φίλος]
- ① having no friends, friendless (near-syn μαγκούφης2):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφιλοσόφητα [afilosόfita] adv (L)
- without due sober thought, in an unphilosophical manner, unphilosophically (near-syn άσκεφτα, ant φιλοσοφημένα):
- εφαρμόζοντας την [θεωρία] ανεξέταστα και ~, βλέπεις πως κινδυνεύεις να ποδοπατήσεις .. τα ιερότερα της τέχνης (Palam) |
- ο τεχνικός πολιτισμός, που τόσο αστόχαστα και ~ τον κατηγορούμε, βγαίνει με μια θαυμαστή νομοτέλεια από τα σπλάχνα .. της φύσης (Karantonis)
[der of αφιλοσόφητος2]
- without due sober thought, in an unphilosophical manner, unphilosophically (near-syn άσκεφτα, ant φιλοσοφημένα):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφιλοσόφητος -η -ο [afilosófitos] Ε5 : 1.(για σκέψη, συλλογισμό κτλ.) που δεν έχει φιλοσοφικό βάθος ή μέθοδο: Aφιλοσόφητες σκέψεις / απόψεις. Aφιλοσόφητο κείμενο. 2. (για πρόσ.) ακατάρτιστος, αμόρφωτος στη φιλοσοφία: Είναι τελείως ~.
[λόγ. < ελνστ. ἀφιλοσόφητος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφιλοσόφητος1 [afilosόfitos] ο, (L)
- person lacking a philosophical education or thinking unphilosophically:
- οι αφιλοσόφητοι συνήθως διαλαλούν ότι όλα είναι σχετικά (Tsatsos)
[fr kath ο αφιλοσόφητος, substantiv. m of αφιλοσόφητος2]
- person lacking a philosophical education or thinking unphilosophically:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφιλοσόφητος2, -η, -ο [afilosόfitos] (L)
- ① lacking a philosophical education, not thinking soberly or philosophically, unphilosophical (near-syn άσκεφτος 1, ant φιλοσοφημένος):
- ~ σχολιαστής, χρονογράφος |
- ίσως οι επαΐοντες να με κρίνουν ανιστόρητο και αφιλοσόφητο (Panagiotop) |
- μόνο σε αφιλοσόφητα μυαλά μπορούσε να πιάσει ο δογματικός ισχυρισμός του ιστορικού υλισμού (Lambridi)
- ② lacking philosophical depth or method, unphilosophical (ant φιλοσοφημένος, φιλοσοφικός):
- ~ μύθος |
- αφιλοσόφητη αντίληψη, κοσμοθεωρία |
- αφιλοσόφητο έργο, θέμα |
- όλο το σύστημα της σκέψης του Pενάν είναι αφιλοσόφητο (Athanasiadis-N) |
- ίσως η στερνή τούτη απόφαση να μην ήταν πέρα για πέρα αφιλοσόφητη (Panagiotop) |
- ερμηνεία δεν θα ειπεί κατάβαση στην αφιλοσόφητη περιοχή, αλλά βοήθεια για ανάβαση (Georgoulis) |
- η χριστιανική πίστη .. είναι αφιλοσόφητη και αντεπιστημονική, γιατί μεταβάλλει τον άνθρωπο σε κέντρο του σύμπαντος (Theodorakop)
[fr kath αφιλοσόφητος ← K, cpd w. *φιλοσοφητός (: φιλοσοφῶ)]
- ① lacking a philosophical education, not thinking soberly or philosophically, unphilosophical (near-syn άσκεφτος 1, ant φιλοσοφημένος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφιλόστοργος, -η, -ο [afilóstorγos] (L)
- ① unaffectionate, unloving (syn in άστοργος):
- αφιλόστοργη μητέρα
- ② fig rough, hard, unfriendly, hostile (near-syn αφιλόξενος 2, άφιλος2 2):
- ξεκίνησε απ' τ' αφιλόστοργα κατσάβραχα του χωριού του, να καταχτήσει την Aθήνα (Myriv)
[fr kath αφιλόστοργος ← K (Plut), cpd w. (AG, K) φιλόστοργος]
- ① unaffectionate, unloving (syn in άστοργος):