Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άτριχος -η -ο [átrixos] Ε5 : που δεν έχει τρίχες. ANT τριχωτός: Άτριχο δέρμα / χέρι / κεφάλι.
[ελνστ. ἄτριχος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άτριχος, -η, -ο [átrixos]
- hairless (syn αμάλλιαγος 1, αμάλλιαστος 1, άμαλλος 2, ατρίχωτος, ant μαλλιαρός, τριχωτός):
- άτριχο δέρμα, κορμί, πρόσωπο, χέρι |
- άτριχο κεφάλι (syn φαλακρό κεφάλι) |
- ήταν άσπρος και ~ σαν σπανός (Myriv) |
- έρχεται .. με γυμνωμένο τ' άτριχο παιδιακήσιο του στήθος (Petsalis) |
- ένας μικρός πίθηκος, σαν εκείνους με τα σιχαμένα άτριχα πισινά (Papasiopis) [fr K ôτριχος, backform. fr oblique cases of ôθριξ, (gen ôτριχος) (Matro
[4th c. BC], Parod. fragm. 4); cf Alex. Aphrod. (3rd c. AD)]
- hairless (syn αμάλλιαγος 1, αμάλλιαστος 1, άμαλλος 2, ατρίχωτος, ant μαλλιαρός, τριχωτός):