Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άτεγκτος -η -ο [áteŋgtos] Ε5 : (για πρόσ.) που δεν αισθάνεται λύπη ή οίκτο ώστε να υποχωρήσει, να καμφθεί, ανυποχώρητα ή άσπλαχνα σκληρός· αμείλικτος, ανελέητος: ~ κριτής / εκδικητής. Οι δικαστές δεν πρέπει να είναι πάντα άτεγκτοι και ψυχροί εφαρμοστές του νόμου. || Άτεγκτη δικαιοσύνη. ~ νόμος.
άτεγκτα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἄτεγκτος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άτεγκτος, -η, -ο [áteŋgtos] (L) (& D άτεχτος)
- ① inflexible, unbending, rigid, stiff (syn άκαμπτος 1, αλύγιστος2 1):
- το κρύο ατσάλι .. μάχονταν να ξαναβρεί το άτεγκτο σχήμα του, το σκληρό (Grigoris)
- ② fig firm, strict, stern, rigorous (syn αλύγιστος2 2, αμείλικτος 2, αυστηρός):
- ~ |
- ~ κανόνας, ορθολογισμός |
- άτεγκτη κατάκριση, λογική, ορθοδοξία, τεχνοτροπία, υπακοή |
- άτεγκτη κοινωνική ηθική |
- δογματικά άτεγκτες αρχές |
- έκαμε το ήθος των πρωτοπόρων του καπιταλισμού ακόμα πιο άτεγκτο, ασκητικό και αδίστακτο (Kanellop) |
- περιορίζει την άτεγκτη εφαρμογή του άριστου κοινωνικού συστήματος .. σε μια κατηγορία πολιτών (Despotop)
- ⓐ inflexible, unshakable, unyielding, adamant (syn άκαμπτος 2, ανένδοτος 1, ανυποχώρητος):
- άτεγκτη αρετή |
- πήρε άτεγκτη απόφαση |
- αν αναλάβουν να διορθώσουν την αδικία, δεν πρέπει να φανούμε άτεγκτοι |
- μαχητική και άτεγκτη προάσπιση των ελευθέρων θεσμών (Athanas) |
- ο ~ χαρακτήρας της .. δε δέχτηκε κανέναν συμβιβασμό (Louros) |
- έβλεπαν με κάποιο δέος την άτεγκτη υπηρεσιακή του στάση (Xydis)
- ③ implacable, uncompassionate, ruthless, harsh (syn αδυσώπητος, αλύπητος 2, αμείλικτος 1, άσπλαχνος):
- ~ |
- άτεγκτη αναγκαιότητα, ειμαρμένη, πραγματικότητα |
- οπισθοδρομικό και άτεγκτο καθεστώς |
- ο Λογιόλα .. συνδέεται με την άτεγκτη και σκληρή Iερή Eξέταση (Papatsonis) |
- λες και τον κυνηγούσε η συνείδησή του, άτεχνη Eρινύα (Proussis)
[fr kath άτεγκτος ← PatrG, K (also pap), AG ἄτεγκτος, cpd w. τεγκτός 'capable of being softened in water' (: τέγγω)]
- ① inflexible, unbending, rigid, stiff (syn άκαμπτος 1, αλύγιστος2 1):